VIII. Money Talks

Περίληψη προηγουμένων:
Βρισκόμαστε στο 2063 μ.Χ. Όλη η Ελλάδα είναι ένα reality show. Όλη; Ναι, όλη. Ακόμα και το διαστημόπλοιο με τους πέντε αστροναύτες (δύο άντρες, δύο γυναίκες και τον Μίλτο) που φτάνει στο Έψιλον του Ηριδανού. Κάτι για σεξ & βία ακούμε από την αρχή, αλλά προς στιγμήν, ψόφια πράματα...



Ο Χέγκελ ισχυριζόταν ότι το συγκεκριμένο δεν είναι ποιοτικά διαφορετικό από το αφηρημένο αλλά συνιστά σύνθεση πολλών αφαιρέσεων – κάτι που ήταν 100% λάθος στην περίπτωση του Θανάση του Ζαρατούστρα. Όλη του η ζωή είχε ξοδευτεί ανάμεσα σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα: στις λάσπες του θεσσαλικού κάμπου, στα αρδευτικά κανάλια και στα αυλάκια με τα μεταλλαγμένα μπαμπακόφυτα. Πουθενά δεν υπήρχε χώρος για αφαιρέσεις ούτε περιθώριο για αφηρημάδες. Πέντε χρονών βλαστάρι ήταν όταν τον πήρε πρώτη φορά ο παππούς για πότισμα, κι από τότε δεν έπαψε να ποτίζει με τον ιδρώτα του τα καφετιά χαμόφυτα με τους αφράτους θυσάνους – ήταν απ’ αυτά με γονίδια χοίρου, πα να πει ζόρικα πράματα, μακελάρικα, δουλειά όλη μέρα πα να πει. Είχαν όμως διπλάσια απόδοση από τα άλλα με γονίδια κότας, σοδειά τρεις φορές το χρόνο, ποιότητα 14% καλύτερη, και στο κάτω-κάτω κανείς στην οικογένεια δε φοβήθηκε ποτέ τη δουλειά. «Δε δουλεύουμε για να ζούμε, ζούμε για να δουλεύουμε», έλεγε ο παππούς. Το Υπουργείο Γεωργίας συμβούλευε τους αγρότες να μη φυτεύουνε γουρούνια (υψηλό κόστος παραγωγής, λέει, και σπατάλη χρόνου) όμως ο Θανάσης δεν εμπιστευόταν τους τεχνοκράτες των κυβερνητικών γραφείων – τους «φιλοσόφους», όπως τους έλεγε ο παππούς. Ο ίδιος ήξερε καλύτερα, ό,τι χρειαζόταν στη ζωή του το είχε μάθει στο κολέγιο του θεσσαλικού κάμπου: πως άλλη είναι η ώρα της σποράς κι άλλη η ώρα του θερισμού, πως μερικά σφαγμένα κοτόπουλα στα σκαλιά της Νομαρχίας πετυχαίνουν περισσότερα απ’ ό,τι ο διάλογος εφ’ όλης της ύλης, και πως δεν υπάρχει βλάβη στον κόσμο που να μην τη διορθώνει μία Ελληνική Πένσα, ένα Ελληνικό Γαλλικό Κλειδί, μία Ελληνική Γερμανική Καστάνια. Θα μας πουν τώρα κι οι σπουδαγμένοι! Και τι ξέρουν αυτοί από μπαμπάκι; Έχουν σπείρει ποτέ τους, έχουν οργώσει ποτέ τους; Σάμπως έχουν δουλέψει πραγματικά ποτέ τους, τα κοπρόσκυλα;

Ήταν πρωί, πολύ πρωί όταν ο Ζαρατούστρας κατέβηκε στον κάμπο να μαζέψει. Τόσο πρωί, που άλλοι θα το έλεγαν ‘νύχτα’, ειδικά οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Γεωργίας που τέτοια ώρα πήγαιναν για ύπνο. Το μουρμούρισμα των φυτών αντηχούσε μέσα στη σιγαλιά, το κοπάδι ήταν ξύπνιο και θρόιζε χαρούμενα με έναν τριζάτο ήχο, σαν φασματικό κουτσομπολιό. Κουνούπια πετούσαν παντού και ξέφτια πρωινής ομίχλης κρέμονταν μέσα στην υγρασία του κάμπου. Ο Ζαρατούστρας περπάτησε λίγο ανάμεσα στα μπαμπακογούρουνα, έπιασε ένα ξερό κλωνάρι και έχωσε τα δάχτυλά του στην αφράτη τούφα, σε μία απομίμηση ποιμενικού βιασμού. Το φυτό άρχισε να τρέμει αδιόρατα, όμως ο αγρότης συνέχισε το διακορευτικό του πασπάτευμα στο χιονάτο μαλλί εκτιμώντας τον όγκο και την υφή. Στο τέλος το παράτησε βλαστημώντας, πάτησε με τον αντίχειρα το αριστερό του ρουθούνι και άδειασε από το δεξί το φορτίο της μύτης του στο χώμα. Κακιά χρονιά, λειψή παραγωγή, σκέφτηκε εκνευρισμένος. Τι να κάνουμ’ όμως, απ’ το τίποτα... Το φυτό γύρισε πίσω στους συντρόφους του μ’ ένα τρίξιμο ανακούφισης.

Ο αγρότης προχώρησε με βαριά βήματα ως το υπόστεγο στην άκρη του χωραφιού και ακούμπησε πάνω στη λαμαρίνα της πόρτας. Ο ανατολικός ουρανός είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα, ερχόταν αυτή η μοναδική στιγμή του εικοσιτετραώρου που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, που το σκοτάδι μοιάζει φτιαγμένο από τόνους του μπλε, όχι του μαύρου. Ένας ποιητής θα αγαλλίαζε από τη μυστική σαγήνη, το μπλε ήταν πάντα το χρώμα των ποιητών, και θα περίμενε άφωνος την ανατολή. Ο Ζαρατούστρας απλώς ξεκούμπωσε τη φόρμα του κι άρχισε να κατουράει, λογαριάζοντας πόσες ώρες δροσιάς είχε μπροστά πριν πλακώσουν οι αβάσταχτες κάψες αργότερα. Λίγες, γι’ αυτό καλό θα ήταν να βιαστεί. Κουμπώθηκε, έβγαλε τα κλειδιά, άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε Αυτό-Που-Κατοικούσε-Μέσα-Στο-Υπόστεγο.

Ήταν τεράστιο. Αρχαίο. Επικίνδυνο. Εξακύλινδρο. Στα δύο σκουριασμένα του πλευρά είχε γραμμένο με κόκκινη μπογιά: ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑΣ. Του το ‘χε αφήσει κληρονομιά ο παππούς μαζί με το όνομα, το χωράφι και το πείσμα, και κάθε του εξάρτημα είχε αλλαχτεί τόσες φορές που πλέον είχε γίνει και χειροποίητο. Κάποτε είχε δοκιμάσει να το πάει στο συνεργείο της αντιπροσωπείας όμως δεν το ξανάκανε όταν είδε πώς οι τεχνικοί έβαζαν τα ρουλεμάν στους άξονες: τα ζέσταιναν... Κοτζάμ μαντράχαλοι και ζέσταιναν τα ρουλεμάν! Μόνο παπιγιόν που δεν τους φόραγαν. «Οι πραγματικοί άντρες», έλεγε ο παππούς, «τα ρουλεμάν τα χτυπάνε. Με σφυρί. Μόνο οι κουνιστοί κι οι φιλοσόφοι ζεσταίνουν τα ρουλεμάν». Ο αγρότης πλησίασε το κοιμισμένο τέρας με άγριες διαθέσεις. Αυτή η φάρα των σπουδαγμένων έχει πιάσει όλα τα πόστα... Έχει κυριεύσει τον τόπο και ορίζει τα πάντα, τι θα αγοράσεις, τι θα φυτεύσεις, σε τι τιμή θα πουλήσεις. Ακόμα κι η κόρη του θέλει, λέει, να σπουδάσει Κβαντική Ψυχολογία. Μωρέ, πρέπει επιτέλους να του δώσουν άδεια χρήσης χειροβομβίδας για να διορθώσει κάποια πράματα!

Όμως αρκετά με τις σκέψεις, στο τέλος θα καταντήσει κι αυτός σαν τους φιλοσόφους. Η ώρα περνάει και δεν υπάρχει τίποτα το φιλοσοφικό σε έναν βαμβακοσυλλέκτη.

Ανέβηκε την πλαϊνή σκάλα, άνοιξε την ξεχαρβαλωμένη καμπίνα και σάλταρε στο κάθισμα. Έφτυσε τις χούφτες του – όπως έκανε κι ο παππούς – έβαλε το κλειδί στη μίζα και το μηχάνημα ξύπνησε. Ο κινητήρας τραγούδησε μία άρια για ντίζελ σε ρε ελάσσονα, πιστόνια και βαλβίδες πιάσαν δουλειά, οι προβολείς άναψαν, οι ρόδες γύρισαν και το θηρίο βγήκε από το υπόστεγο. Ένα ρίγος διέτρεξε απ’ άκρη σ’ άκρη το κοπάδι, τα φυτά είχαν νιώσει τον κίνδυνο και κάτι κληρονομικό μέσα τους φώναζε SOS, όμως η γουρουνίσια ψυχή τους δεν μπορούσε να συνεργαστεί με το φυτικό τους σώμα. «Φιλοσόφοι...» μούγκρισε περιφρονητικά ο αγρότης, καθώς κατέβαζε το μοχλό κι έβαζε μπρος τις τουρμπίνες του βαμβακοσυλλέκτη. Το μηχάνημα κινήθηκε απειλητικά προς το ανυπεράσπιστο κοπάδι.

Είναι ο Κορτέζ με το άλογό του που ορμάει πάνω στους θησαυρούς των Αζτέκων; Όχι, είναι ο Θανάσης ο Ζαρατούστρας με το βαμβακοσυλλέκτη του, που ορμάει πάνω στο έντρομο κοπάδι. «Α, ρε παππού! Αν ήσουν δω θα τους κανόνιζες καλά, όπως μόνο εσύ ήξερες», μουρμούρισε ενώ ανέβαζε και κατέβαζε ταχύτητες. Τα φυτά έτρεμαν καθώς χώνονταν κάτω από το μηχάνημα, ούρλιαζαν σιωπηλά καθώς ένιωθαν τις τούφες να ξεκολλάνε από πάνω τους και σπάραζαν καθώς έβγαιναν ανάμεσα από τις πίσω ρόδες, κουρσεμένα και γυμνά. Ταπεινωμένα. Ήταν μία δουλειά που ο Ζαρατούστρας την είχε κάνει αμέτρητες φορές, ήξερε πλέον κάθε σπιθαμή του χωραφιού, κάθε μπαμπακόφυτο με το μικρό και το επώνυμό του. Γι’ αυτό και οδηγούσε εντελώς μηχανικά, τραβούσε τους μοχλούς παραδομένος σε σκέψεις, ενώ η πρωινή ομίχλη έμπαινε μέσα στην καμπίνα από την ξεχαρβαλωμένη πόρτα της. Μία ομίχλη λασπερή, σαν παχύρρευστη αμοιβάδα, που γέμισε σταδιακά όλο το χώρο κι αγκάλιασε τον απορροφημένο αγρότη. Χθες η κόρη του ανακοίνωσε ότι θα ενταχθεί, λέει, στη Μεταφυσική Αριστερά...

«Μόνο αυτό μας έλειπε!» μούγκρισε ο παππούς. «Έπρεπε να την έδερνες περισσότερο όταν ήταν μικρή – πιο σιγά, πέσαμε σε λάσπες».

«Μωρ’ δεν έχεις άδικο», μονολόγησε ο Ζαρατούστρας κατεβάζοντας ταχύτητα. «Θα βάλουμε τώρα και τη φάρα των σπουδαγμένων μέσ’ στο ίδιο μας το σπίτι... Δεν της αρέσει, τάχα μου, το χωριό της κυρίας! Μεταφυσική Αριστερά... Ε ρε βρεμένη σανίδα που θα πιάσω!»

«Ξύλο θέλουν όλα αυτά τα κωλόπαιδα για να στρώσουν», συμφώνησε κι ο παππούς. «Με το ξύλο έγινε άνθρωπος ο πατέρας σου. Με το ξύλο σ’ έκανε άνθρωπο κι εσένα – το μηχάνημα δε ρουφάει καλά, μάλλον έχει φράξει η τουρμπίνα, τράβα να δεις».

Ο Ζαρατούστρας σήκωσε το χειρόφρενο, άφησε τον κινητήρα αναμμένο και κλώτσησε την πόρτα της καμπίνας, νιώθοντας ότι κλωτσάει το χοντρό πισινό της κόρης του. «Το κορίτσι έχει ανησυχίες, λέει. Το κορίτσι έχει ιδανικά, ευαισθησίες κι άλλα τέτοια ξεράσματα...» Πήδηξε στο χώμα βράζοντας σαν υπερθερμασμένο ψυγείο, περπάτησε ως τα πιρούνια του βαμβακοσυλλέκτη και ξεβίδωσε το σωλήνα συλλογής. «Να γεμίζει το δωμάτιό της με αφίσες του Τσε και του Βούδα ξέρει, να κάνει καμιά δουλειά και να κουνήσει λίγο τον κώλο της δεν ξέρει, η αριστοκράτισσα!» Καθώς άφηνε το σωλήνα να πέσει, έβαλε το κεφάλι του μέσα στη χοάνη και κοίταξε στα βάθη της, εκεί όπου κρυβόταν η τουρμπίνα.

Πρώτα ένιωσε την τρομερή ροή αέρα στο πρόσωπό του. Κατόπιν σκέφτηκε ότι έκανε λάθος και ότι η τουρμπίνα δούλευε μια χαρά, γιατί τον ρουφούσε με τέτοια δύναμη που αναγκάστηκε να κρατηθεί από τα τοιχώματα του κάδου. Τότε ήταν που είδε την τρεμάμενη γκριζάδα στο βάθος από τις 1.800 στροφές/min των οκτώ πτερυγίων της κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε στη ζωή του, γιατί τα μάτια του γούρλωσαν και ξεκόλλησαν από τις κόγχες τους, σαν τούφες βαμβάκι που ξεκολλάνε από το φυτό. Η καρδιά του όμως, βεβαρημένη από δεκαετίες τσιγάρου και κρασιού, αρνήθηκε να δεχτεί το σοκ και κήρυξε στάση εργασίας. Τα γόνατά του λύθηκαν, τα χέρια του χαλάρωσαν και σωριάστηκε κάτω με το πρόσωπο στο χώμα. Δύο υγρά αντικείμενα σαν αυγά έσκασαν μέσα στον κάδο και ανακατεύτηκαν με το υπόλοιπο αφράτο υλικό.

Η καινούργια μέρα χάραξε πέρα μακριά από τη μεριά του Ολύμπου. Σ’ ένα χωράφι κάπου στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, τα μπαμπακογούρουνα τρίζανε χαρούμενα γιατί ο μεταλλικός λύκος αφοπλίστηκε. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτισαν έναν αγρότη ξαπλωμένο δίπλα του και έλιωσαν γρήγορα τα ξέφτια της πρωινής ομίχλης – εκτός από ένα που χάθηκε ξαφνικά, ενώ προηγουμένως φαινόταν να κινείται με μία δικιά του ζωή, σαν παχύρρευστη αμοιβάδα. Ή σαν νεφελώδες ασπόνδυλο, όπως θα έλεγε κι ο Χέγκελ.

..................................................................................

Ένας κοντός τύπος με μυτερό, περιποιημένο μούσι στάθηκε έξω τα γραφεία της ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε. στην Υπερβατική Πραγματικότητα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος μολυβένια σύννεφα και ήδη έπεφταν οι πρώτες στάλες της βροχής, ο τύπος όμως δεν έδωσε καμία σημασία. Κοίταξε κλεφτά τους κακοτράχαλους δρόμους και τα σπιτάκια με τις λαμαρινένιες στέγες γύρω από το κτίριο, ώσπου το μάτι του σταμάτησε σε κάτι κουρελιάρικα πιτσιρίκια που ξάπλωναν στο χώμα της διπλανής αλάνας. Μόλις τον είδαν κι αυτά, σηκώθηκαν αμέσως. Ήταν ένα αγόρι ψηλό και αδύνατο, ένα μικρότερο κορίτσι που κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά, και τέλος ένα άφυλο, ξανθόμαλλο πλάσμα με λαμπερό πρόσωπο, χωρίς το ελάχιστο διακριτικό αρρενωπότητας ή θηλυκότητας, σαν τον Όλιβερ Τουίστ. «Ήρθαμε!»

«Ωραία. Λοιπόν, καθίστε κοντά στην πόρτα κι αυτός θα βγει σε κάποια στιγμή».

«Εντάξει».

«Θα τον γνωρίσετε αμέσως. Καμπούρης, φαλακρός, και το ένα του χέρι μακρύτερο απ’ τ’ άλλο».

«Εντάξει».

«Για πάμε μια τελευταία πρόβα».

Το ψηλό πιτσιρίκι τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια, που μέσα τους καθρεφτιζόταν όλος ο πόνος της φτώχιας και των στερήσεων. «Σας παρακαλούμε, κύριε... Μην πετάξετε τον πατέρα μας στο δρόμο, ίσα-ίσα τα φέρνουμε βόλτα...»

«Μη μας το κάνετε αυτό», πρόσθεσε κι ο Όλιβερ Τουίστ. «Η μάνα μας τρώει τα χέρια της στο πλύσιμο... Δούλα στα σπίτια των πλουσίων για δυο δεκάρες λεφτά, για να τα φέρουμε βόλτα ίσα-ίσα...»

«Κι εμείς στη φάμπρικα», είπε σπαρακτικά το κορίτσι, «λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη κι όταν πάμε να φύγουμε, λύνουν τα σκυλιά και μας κρατάνε με το ζόρι να δουλέψουμε υπερωρίες. Με τα κομμάτια μας δένει τ’ ατσάλι. Τρώμε και ξύλο...» Το μωρό άρχισε να κλαίει.

«Όλα για το μεροκάματο – που καλά θα ‘ταν να μας δίναν και μεροκάματο, δηλαδή... Ένα πιάτο φαΐ, όλο κι όλο...»

«Ούτε νερό δε μας δίνουν... Μόνο ένα πιάτο φαΐ...»

«Και χωρίς πιάτο... Στο χώμα το πετάνε...»

«Σκυλοτροφές μας ταΐζουν... Μας βάζουν να φάμε με τα σκυλιά κι αυτά μας δαγκώνουν...»

«Αλλά τι να κάνουμε; Λεφτά δεν υπάρχουν και τα φέρνουμε βόλτα ίσα-ίσα...»

«Και φιλάμε το χέρι του αφεντικού...»

«Φιλάμε και το πόδι των σκυλιών...»

«Και τα βράδια γυρνάμε σπίτι τσακισμένοι και περιμένουμε τον πατέρα να φέρει άλλες δυο δεκάρες...» Ο Όλιβερ Τουΐστ τον γράπωσε από το παντελόνι και τον κοίταξε με καθάριο βλέμμα γεμάτο αξιοπρέπεια, όπως κάθε Όλιβερ Τουΐστ οφείλει να κοιτάζει. «Ορκιστείτε ότι δε θα πετάξετε τον πατέρα μας στο δρόμο, κύριε».

«Ωραία, πολύ ωραία, φτάνει» είπε το μούσι. Το μωρό σταμάτησε να κλαίει. «Λοιπόν, μόλις τον δείτε θα ορμήσετε πάνω του και δε θα τον αφήσετε μέχρι να σας το ορκιστεί. Καταλάβατε;» Τα πιτσιρίκια έγνεψαν. «Πάρτε τώρα αυτά», το μούσι τούς έδωσε μερικά κέρματα, «στο τέλος τα υπόλοιπα». Μπήκε στο κτίριο της εταιρείας αφήνοντας την παρέα να μετράει τα χρήματα μέσα στη βροχή που δυνάμωνε όλο και περισσότερο.

Φυσικά το ασανσέρ δεν είχε επισκευαστεί ακόμα, οπότε το μούσι ανέβηκε με κόπο τις σκάλες ως το τελευταίο πάτωμα και μετά από λίγα λαχανιασμένα λεπτά, έφτασε στο μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή. Βρέθηκε να κοιτάζει έναν γοριλοειδή τύπο με πανί στο ένα μάτι. «Ο κύριος απουσιάζει στο εξωτερικό», δήλωσε ο κύκλωπας.

«Καλά, εντάξει» είπε το μούσι και πήγε να περάσει αγκομαχώντας ακόμα από το σκαρφάλωμα.

Ένα χέρι, βαρύ σαν ενοχή και σφοδρό σαν τύψη συνείδησης, προσγειώθηκε στον ώμο του. «Ο κύριος δε θέλει να τον ενοχλούνε».

«Μα εγώ δεν... λοιπόν, κοίτα: άσε με να περάσω και θα πω στο λογιστήριο να σου πληρώσουν τα δεδουλευμένα».

«Πληρώθηκα ήδη. Σήμερα. Φρόντισε ο κύριος, που είπε πως όποιος πάει να περάσει, να τον μαστιγώνω, να τον γδέρνω, να τον τεμαχίζω και να φτύνω στον τάφο του», εξήγησε ο κύκλωπας.

«Σου χρωστάμε όμως τα δώρα, τις υπερωρίες και κάποιες άδειες».

«Κι αυτά. Κανόνισε ο κύριος, που λείπει στο εξωτερικό και δε δέχεται επισκέψεις από κανέναν».

«Δε θυμάμαι αν στο ‘χω πει», το μούσι έβγαλε ένα χαρτονόμισμα και του το έχωσε στο χέρι, «ότι λέγομαι Κανένας. Στο ‘χω πει;»

Ο κύκλωπας κοίταξε μια το μούσι και μια το χαρτονόμισμα. «Μπα, εμένα μου φαίνεσαι Ένας».
«Είναι το χαϊδευτικό μου, όμως βγαίνει απ’ το Κανένας». Το μούσι του έδωσε κι άλλο χαρτονόμισμα.

«Α, μάλιστα. Παράξενο όνομα».

Τη στιγμή εκείνη βούιξε ο ασύρματος στη ζώνη του κύκλωπα: «Όλα καλά, μήπως πέρασε κανένας;» ακούστηκε η φωνή του ΘτΕ.

«Κανένας, κύριε Διευθυντά!» απάντησε ο γορίλας, καθώς το μούσι προχωρούσε στο διάδρομο ως την πόρτα του γραφείου.

Σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει, όμως σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Ομιλίες, ο ΘτΕ συζητούσε με κάποιον! Το μούσι κόλλησε το αυτί του στην πόρτα: «...πολύ προχωρημένο στο είδος του!» άκουσε από μέσα την ενθουσιασμένη φωνή του ΘτΕ. «Να σκεφτείς ότι πρώτο το δικό μας reality χρησιμοποίησε ακριβά σκηνικά με βάση την πέτρα, το πεύκο και την ελιά. Μετά μας αντιγράψαν πολλοί, φυσικά».

«Ναι, εντάξει», ήρθε η σκεπτική απάντηση από κάποια άγνωστη φωνή. «Δε λέω».

«Και πρωτοποριακά show με εκστρατείες! Είχαν σπάσει όλα τα ρεκόρ τηλεθέασης τότε. Μιλάμε για υπερπαραγωγές, ε; Με υψηλό προϋπολογισμό, εκατομμύρια παίκτες, σεξ & βία. Δική μας ιδέα κι αυτή. Σου λέω, πρόκειται για μία επιτυχημένη και ονομαστή επιχείρηση!»

«Εμένα, μικρομεσαία μου φαίνεται».

Tο μούσι χτύπησε και άνοιξε την πόρτα ταυτόχρονα. «Ο δούλος σου σε χαιρετά, αφέντη μου. Τέλειωσα την αποστολή, έβγαλα τον παίκτη από το παιχνίδι». Μπήκε βιαστικά στο γραφείο και περιεργάστηκε τον επισκέπτη. «Ε... γεια σας».

Ο τύπος ήταν η εντροπία προσωποποιημένη: χυμένος πάνω στην πολυθρόνα, κοιλιά επικών διαστάσεων, σπινθηροβόλο βλέμμα τυφλοπόντικα, πουκάμισο ανοιχτό επάνω – ανοιχτό κάτω – δυο κουμπιά στη μέση να συγκρατούν τα προσχήματα, ύφος γεμάτο από τη νυσταλέα σημειολογία του κοπροσκυλιάσματος και πούρο απ’ αυτά που σε καπνίζουν, δεν τα καπνίζεις. «Ποιο είναι το έντομο;» ρώτησε ατάραχα, βυζαίνοντας το πούρο του.

«Από ‘δω ο Υποδιευθυντής μου!» δήλωσε κεφάτα ο ΘτΕ και ήρθε δίπλα στο μούσι. «Το δεξί μου χέρι (πώς διάολο πέρασες;)» ψιθύρισε και τον αγκάλιασε εγκάρδια.

«(Με σαράντα υπερβατικά δολάρια). Γεια σας!» χαιρέτισε χαρωπά το μούσι.

«Ο φίλος μας είναι ο Εργολάβος της εταιρείας που σου έλεγα», εξήγησε ο ΘτΕ, «αυτής στο Έψιλον του Ηριδανού, που θα αγοράσει την ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε.».

«Μεγάλη μου τιμή, κύριε–» πήγε να πει το μούσι.

«Μισό λεπτό. Θα πρέπει να ξαναδούμε κάποια πράγματα», είπε η ανθρώπινη εντροπία μ’ έναν αόριστα απειλητικό τόνο, σαν διάγγελμα πραξικοπήματος.

Ο ΘτΕ πετάχτηκε σαν ελατήριο. «Τι; Κάνεις πίσω τώρα;!».

«Υπάρχει το θέμα των εγκαταστάσεων. Τις έλεγξα σήμερα το πρωί».

«Είναι πλήρεις, όπως σου 'χα υποσχεθεί. Ειδικευμένος εξοπλισμός, ευρύχωρες αποθήκες, εκπαιδευμένο προσωπικό, ηλεκτρονικό σύστημα ασφαλείας–».

«Το ψωραλέο κοπρόσκυλο που κοιμόταν στην πόρτα;».

«Ρομποτικό σύστημα τετάρτης γενεάς με ραντάρ, σαρωτή λέιζερ και καμουφλάζ σκύλου».

«Και πού ήταν τα Οχήματα Παντός Εδάφους για τη μεταφορά των υλικών;».

«Εκεί, στις εγκαταστάσεις φυσικά».

«Εγώ είδα μόνο δυο γαϊδούρια. Τον Σταμάτη και τον Γρηγόρη».

«Μα πώς ξέρετε τα ονόματα των Οχημάτων Παντός Εδάφους;» απόρησε το μούσι.

«Μου τα ‘παν τα παιδιά της πρωινής βάρδιας». Μάσησε λίγο το πούρο του και απευθύνθηκε στον ΘτΕ: «Θα πρέπει να μου δώσεις και κάτι ακόμη, ένα έξτρα. Η τεχνική μελέτη που μαζί συντάξαμε» τέντωσε ένα δάχτυλο, χοντρό σαν ψέμα πολιτικού, προς τον ΘτΕ «αναφέρει ξεκάθαρα ότι η υλικοτεχνική υποδομή είναι πλήρης. Τώρα όμως θα χρειαστεί ν’ αγοράσουμε πρόσθετο εξοπλισμό».

«Δε σου δίνω τίποτα άλλο, ρε κάθαρμα!» ούρλιαξε αφρισμένος αυτός. «Είχαμε συμφωνήσει, ρε απατεώνα, και–». Ο άλλος πήρε απλώς το κομπιουτεράκι από το γραφείο και σχημάτισε ένα νούμερο.

«Τόσα. Αλλιώς δε θα υποβάλω την τεχνική μελέτη στο Αφεντικό μου». Του το έδειξε.

Ο ΘτΕ ξεροκατάπιε. Έβγαλε έναν στωικό αναστεναγμό και έξυσε φιλοσοφικά το κεφάλι του. «Όπως αγαπάς, καλέ μου φίλε...» αποκρίθηκε, «τι να κάνω, δεν μπορώ να σου χαλάσω χατίρι. Άντε, ας πάει στα κομμάτια!»

Ο άνθρωπος–εντροπία άφησε το κομπιουτεράκι να πέσει. Σηκώθηκε όρθιος με τη λεβεντιά μιας δυσκοίλιας στρουθοκαμήλου, φύτεψε το μισοκαπνισμένο πούρο στη γλάστρα με το φίκο και περπάτησε ως την πόρτα με τη χάρη μιας ραχιτικής καμήλας. «Θα ξαναπεράσω αύριο για το έξτρα», είπε και βγήκε ταυτόχρονα από τη νιρβάνα του και από το γραφείο.

Για λίγο, ήταν μόνο η μανιασμένη βροχή στα τζάμια του παραθύρου. Ήταν οι σποραδικές αστραπές στον μελανιασμένο ουρανό. Ήταν το μούσι που έσπασε τη σιωπή: «Πες μου, λατρεμένε αφέντη, πόσο παζαρεύεις να πουλήσεις την εταιρεία;»

Ο ΘτΕ τράβηξε ένα ανυπόγραφο συμβόλαιο από το συρτάρι. Πάνω του ήταν γραμμένο ένα ποσό, σαν αυτά που μετράνε την απόσταση Ήλιου – Γης σε χιλιόμετρα. «Σε υπερβατικά δολάρια».

«Τόσα λεφτά;!» φώναξε το μούσι γουρλώνοντας τα μάτια του. «Η Συνέλευση των Μετόχων θα σου στήσει άγαλμα, αφέντη μου!»

«Πάψε, ρε Όχημα Παντός Εδάφους, θα φας καρπαζιά…» γκρίνιαξε ο ΘτΕ. «Αυτό το ποσό είναι μόνο για τα μάτια της Υπερβατικής Εφ–», μπουμπουνητά τράνταξαν εκείνη τη στιγμή το κτίριο και ένας κεραυνός έπεσε κάπου κοντά, «ξέρεις ποιας. Έτσι θα γράφει το συμβόλαιο, δε γινόταν διαφορετικά, η επιχείρηση φαινόταν να παρουσιάζει κέρδη όλες τις τελευταίες χρήσεις. Το πραγματικό ποσό είναι άλλο».

«Α, ναι; Ποιο είναι;».

Ο ΘτΕ αναστέναξε και σήκωσε το κομπιουτεράκι. Έγραψε ένα ποσό σαν αυτά που μετράνε την απόσταση Γης – Σελήνης σε χιλιόμετρα.

«Μόνο τόσα, ε;» έκανε απογοητευμένο το μούσι και ο ΘτΕ έγνεψε. «Καθόλου δε θα ενθουσιαστεί η Συνέλευση των Μετόχων. Καθόλου μα καθόλου! Τη διαφορά, όμως;»

«Τη διαφορά θα τη μοιραστούμε όλοι εμείς – εγώ, ο αγελαδάνθρωπος, ακόμα κι εσύ, παλιογρουσούζη! Δε θα μάθει τίποτα ούτε το δικό του τ’ Αφεντικό ούτε η Συνέλευση των Μετόχων μας. Έχω ήδη κανονίσει να του στείλω το μερίδιό του – τι με κοιτάς σα χάνος; Άδειασα όλο το ταμείο, πήρα και δάνειο από τοκογλύφο, τελικά το μάζεψα».

Το μούσι είχε μείνει αποσβολωμένο. «Μα πώς; Και η Εφορ–», αστραπές χαράκωσαν τον ουρανό, ένας κεραυνός έπεσε κάπου πάρα πολύ κοντά, «η ακατονόμαστη δεν πήρε μυρωδιά τίποτα; Ένα τέτοιο ποσό δεν περνάει απαρατήρητο! Ίσως μόνον αν μεταφερόταν μέσα από την Ελληνική Πραγματικότητα, εκεί δεν έχει δικαιοδοσία η... η...» Ο ουρανός σήκωσε τα μανίκια του για καβγά αλλά συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. «Όμως η Ελληνική Πραγματικότητα δεν έχει σχέση με το Έψιλον του Ηριδανού, πώς να του έστελνες το μερίδιό του; Θα μπορούσες βέβαια να το έκρυβες σ’ εκείνο το διαστημόπλοιο, ξεχνάω τ’ όνομά του... Α, ώστε γι’ αυτό κανόνισες το καινούργιο show με τους αστροναύτες! Γι’ αυτό! Αλήθεια, που το έχεις κρύψει;»

«Πας φιρί-φιρί για καρπαζιά απόψε!» είπε ο ΘτΕ και του χαμογέλασε γλυκά. Κοίταξε τη βροχή στο παράθυρο και πρόσθεσε: «Σύντομα οι πέντε ανόητοι κατεβαίνουν στον πλανήτη. Μόλις αυτός ο αγελαδάνθρωπος πάρει το μερίδιό του, πέφτουν υπογραφές και ζεστό χρήμα για μας – κάτω απ’ το τραπέζι, φυσικά».

«Κι όταν η Συνέλευση των Μετόχων καταλάβει ότι όλα τα λεφτά της πώλησης θα τα φάνε οι τοκογλύφοι και τα χρέη;»

«Βρε, δε πάει στο διάολο; Αφού ξέρεις ότι η Συνέλευση θα χορέψει στο σκοπό που θα της σφυρίξω εγώ! Στα δάχτυλα την παίζω. Το πολύ-πολύ αν δούμε τα σκούρα, να φύγουμε νύχτα με το παραδάκι για μέρος εξωτικό – ξέρεις, εκεί που οι γυναίκες κυκλοφορούν τσίτσιδες κι οι κυβερνήσεις αλλάζουν κάθε βδομάδα».

Το μούσι έμεινε να τον κοιτάζει άφωνο. «Να σου πω, ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις», παρατήρησε στο τέλος. «Κι άλλες φορές είχες σχεδιάσει τέτοια κόλπα, θυμάσαι ε; Εγώ, πάντως, το ξύλο που φάγαμε το θυμάμαι καλά».

«Σταμάτα να ‘σαι γρουσούζης, θα πέσει καρπαζιά! Πρέπει να πάω να βρω λεφτά για το έξτρα, δεν μπορώ να ‘χω και τη μιζέρια σου».

«Όπως αγαπάς... Α, κοίτα, αν στην πέσουν κάτι πιτσιρίκια στην πόρτα και σου ζητάνε να μην απολύσεις τον πατέρα τους, κάνε τον κόπο και δώσ’ τους λίγα φράγκα αλλιώς δε θα σ’ αφήσουν. Τι να ‘κανα, ο καημένος, φοβόμουν...»

«Ε, δε θα μου τη γλιτώσεις, θα τη φας την καρπαζιά σου!» Δεν του τη γλίτωσε, την έφαγε.

(συνεχίζεται εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: