ΧΙV. Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή

(Συνεχίζεται από εδώ)

Θα μπορούσε να πει κανείς όταν ήταν χελώνα – με την ευρεία έννοια. Είχε καβούκι, ουρά, κεφάλι, τέσσερα πόδια, όλα τα γνωρίσματα μιας κανονικής χελωνικότητας. Ήταν και τρία μέτρα ψηλή.

Ο πεσμένος άνθρωπος κοίταξε το ερπετό από κάτω προς τα πάνω. Είδε τον γεμάτο ζάρες λαιμό και το ανέκφραστο πρόσωπο να τον κοιτάνε από πάνω προς τα κάτω. «Θεέ και Κύριε...» ψέλλισε ο Μίλτος κι αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να εξοντώσει ένα θωρακισμένο ελέφαντα, ακόμα κι αν τον έμπλεκε σε έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο με τον Ηλεκτροσυνδικαλιστή του. Ανασηκώθηκε αργά-αργά, μέτρησε νοερά το δικό του μπόι σε σχέση με τα μπροστινά πόδια του πλάσματος και ένιωσε σαν να τον είχαν περάσει από σμίκρυνση.

Η χελώνα τον κοιτούσε ασάλευτη, πράγμα που δε βοηθούσε στην επικοινωνία.

Ο Μίλτος στάθηκε όρθιος και προσπάθησε να ξαναστήσει την καταρρακωμένη ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Η εξέλιξη σ’ αυτόν τον πλανήτη είχε ακολουθήσει περίεργα μονοπάτια... Όμως ακόμα κι αν αυτό το ον υπερτερούσε σε μέγεθος και κτηνώδη δύναμη, καθόλου δε σήμαινε ότι είχε και τα πνευματικά πρωτεία.

Η χελώνα συνέχισε να τον κοιτάζει ακίνητη, χωρίς να εκφράζει τίποτα το πνευματικό στο βλέμμα της.

Η άσβηστη περιέργειά του και η δίψα για μάθηση κατανίκησαν τους δισταγμούς. Ο Μίλτος προχώρησε δυο προσεκτικά βήματα κατά το μέρος της, έκανε μια παύση για τυχόν αντιδράσεις, κι αφού βεβαιώθηκε πως το μόνο νοήμον ον της υπόθεσης ήταν ο ίδιος, έκανε άλλο ένα. Τότε ήταν που πρόσεξε την ανεμόσκαλα στο πλευρό της.

«Θεέ και Κύριε...» είπε για δεύτερη φορά ο Γενικός Γραμματέας. Η σχοινένια σκάλα οδηγούσε ψηλά στο καβούκι, σε δυο πάγκους στερεωμένους στην κορυφή του. «Είσαι ένα υποζύγιο!» σχολίασε, χωρίς να πάρει καμία απάντηση. «Άρα υπάρχουν νοήμονα όντα σ’ αυτόν τον πλανήτη...». Πλησίασε διστακτικά τη σκάλα, ανέβηκε λίγο και κοίταξε τους πάγκους. Ήταν φτιαγμένοι από ξύλινες καλοδουλεμένες πλάκες, βιδωμένοι στο καύκαλο με γερά μπουλόνια, και πάνω τους υπήρχαν στρωμένες παχιές φλοκάτες με μαξιλάρια σε στρατηγικά σημεία άνεσης: ενδείξεις πολιτισμού που χρησιμοποιεί πρώτες ύλες, κατεργάζεται το μέταλλο, έχει μέτριο ανάστημα, μαλακούς γλουτούς και εξημερώνει άγρια ζώα (αν και το συγκεκριμένο φαινόταν μάλλον αποβλακωμένο παρά άγριο). Χαλινάρια πουθενά.

«Τι έγινε, το ‘σκασες απ’ τον κύριό σου;» έκανε ο Μίλτος πηδώντας στο χορταριασμένο έδαφος. Χτύπησε με το χέρι του το καβούκι της χελώνας, δεν είδε αντίδραση και χτύπησε άλλη μια φορά πιο δυνατά. Κατόπιν, το ξαναχτύπησε με όλη του τη δύναμη και κλώτσησε το πίσω πόδι της. Συνέχισε να μη βλέπει αντίδραση, σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Άρχισε να κλωτσάει μανιασμένα το πόδι, το χτύπησε με τις γροθιές του, με τα γόνατά του, το κουτούλησε, στο τέλος το δάγκωσε κιόλας. Η απουσία αντίδρασης ήταν τόσο εκκωφαντική που σκέφτηκε ότι η χελώνα δε θα θιγόταν καθόλου ακόμα κι αν την έφτυνε κατάμουτρα. Λαχανιασμένος από όλες αυτές τις διαδικασίες εξοικείωσης, έγειρε στο καβούκι της και ρώτησε ρητορικά: «Δε θα ‘ταν άσχημα να ‘χα ένα μεταφορικό μέσο... Τι λες κι εσύ;»

Η χελώνα δεν έδειξε να πιάνει το υπονοούμενο. Δεν έδειξε να καταλαβαίνει τίποτα απολύτως, ούτε το ανέβασμά του στην ανεμόσκαλα ούτε το περπάτημά του στην κοκάλινη πλάτη της ούτε τα χοροπηδήματά του. «Γερό σκαρί!» αποφάνθηκε ο Μίλτος. «Πώς όμως θα σε οδηγήσω χωρίς χαλινάρια ή κάποιο άλλο σύστημα πλοήγησης;» αναρωτήθηκε και θρονιάστηκε στον μπροστινό πάγκο. Η χελώνα έκανε στροφή και άρχισε να τρέχει σαν τρελή μέσα στο δάσος.

«Ε! Σταμάτα!» Ο καλπασμός της – γιατί περί καλπασμού επρόκειτο – ήταν γοργός και, κατά μία έννοια, χορευτικός. Το ζώο πρώτα σήκωνε τα μπροστινά του πόδια βγάζοντας το ένα (ο Μίλτος έγερνε στον πάγκο), λύγιζε χιαστί τα πίσω (η κλίση άρχιζε να γίνεται ανησυχητική), κατόπιν με μία κυματιστή κίνηση σήκωνε τα πίσω πόδια (ο Μίλτος ερχόταν στα ίσια του) και λύγιζε τα μπροστινά (η προηγούμενη σειρά κλίσεων, με αντίθετη κατεύθυνση). Όλο αυτό το αδιάκοπο μπρος-πίσω ήταν τελικά ευχάριστο και κάπως νανουριστικό, αποφάνθηκε ο Μίλτος μόλις το συνήθισε, του θύμιζε μάλιστα και τα παιδικά του χρόνια στο λούνα-παρκ. Άφησε τη χελώνα να τον οδηγεί και αποκοιμήθηκε βυθισμένος σε αναμνήσεις με μαλλί της γριάς• καθόλου δεν αναρωτήθηκε πού τον οδηγεί.



«Μεταξύ μας, τώρα, πιστεύεις ότι θα πιάσει το κόλπο;»

Ο ΘτΕ γύρισε και τον κοίταξε. Μισόκλεισε το ένα μάτι σκεπτικός, κατόπιν το άλλο, όπως κάνουν οι κουκουβάγιες όταν βλέπουν κάτι να κινείται και πρέπει να αποφασίσουν αν θα το φάνε, αν θα τις φάει αυτό ή αν αδιαφορούν για την ύπαρξή του.

«Μη με παρεξηγείς», συνέχισε το μούσι, «όμως... να, έχω αμφιβολίες. Θυμάσαι τότε που πήγαμε να το σκάσουμε με τα φράγκα αλλά μας συλλάβαν στα σύνορα;» Το δάπεδο του γραφείου ήταν γεμάτο από φάκες για ποντίκια, οπλισμένες μ' ένα κομμάτι χαλβά η κάθε μία. «Αμ, την άλλη φορά που είχες σκαρώσει έναν φανταστικό αγοραστή και πήγες να πάρεις δάνειο στ' όνομά του; Έδωσες πλαστή επιταγή και σου δώσαν πλαστά χρήματα - θυμάσαι, έτσι δεν είναι;»

Ένα μπιπ ακούστηκε εκείνη τη στιγμή από το ιντερκόμ και η κοπέλα της ρεσεψιόν εμφανίστηκε στην οθόνη: «Ευλογητός ο Αφέντης ημών, η Αυτού Μεγαλειότης, ο ανυπέρβλητος κύριος Διευθυντής, που είθε οι ουρανοί να–»

Ο ΘτΕ έβγαλε ένα μουγκρητό όλο λαρυγγικά σύμφωνα.

«Η μηδαμινότητά μου καλεί για να ρωτήσει» έκανε η κοπέλα με συντριβή, «αν η άπειρη Καλοσύνη Του θα είχε την καλοσύνη να πληρώσει κάποτε την ταπεινή δούλη Του – με τις υπερωρίες, τις άδειες και τα δώρα μαζί».

«Βρε, που ν' αρρωστήσεις από καρκίνο, ευλογιά και συνάχι μαζί, εσένα δε σ’ έχουμε εδώ για να σε πληρώνουμε! Εσένα σε βάζουμε στη ρεσεψιόν για να τρομάζουν οι απρόσκλητοι, δεν το ‘χεις καταλάβει;» απάντησε ο ΘτΕ και έβγαλε έναν επιτιμητικό ήχο όλο οδοντικά σύμφωνα.

«Ας δείξει κατανόηση η Χάρη Του», συνέχισε η κοπέλα, «όμως η ασημαντότητά μου θεωρεί ότι προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στην εταιρεία – από το στήσιμο των σκηνικών, τις παραγγελίες των υλικών, την επιμέλεια και διαμόρφωση του σεναρίου, μέχρι τον καφέ, το σφουγγάρισμα, το–»

«Τρίχες. Η μόνη πολύτιμη υπηρεσία που μπορείς να προσφέρεις είναι σ’ ένα χωράφι με καπέλο να διώχνεις τα κοράκια». Ο ΘτΕ έβγαλε έναν περιφρονητικό ήχο όλο χλευαστικά σύμφωνα. «Σε κρατάμε μόνο και μόνο για χάρη της μάνας σου που είναι ετοιμοθάνατη».

«Δοξασμένο ας είναι το Όνομά Του! Επιστρέφω στις πεζές μου δραστηριότητες φωτισμένη με τη σοφία των λόγων Του!»

«Όσο θα σε κρατήσουμε, δηλαδή. Όπου να ‘ναι η γριά μάς αφήνει χρόνους. Τον βγάζει δεν τον βγάζει το μήνα».

«Α, ξέχασα να ειδοποιήσω ότι πριν λίγο ανέβηκε η Συνέλευση των Μετόχων» είπε η κοπέλα κι έκλεισε την επικοινωνία. Ο ΘτΕ έβγαλε ένα ουρλιαχτό όλο φωνήεντα.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι έχωσε το κεφάλι του ένας τρομαγμένος υπάλληλος: «Κύριε Διευθυντά, κύριε Διευθυντά...» είπε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω από τον ώμο του.

Ο ΘτΕ έκανε μια προσπάθεια να ακουστεί θυμωμένος: «Τι τρέχει πάλι; Δεν είμαι εδώ για κανέναν! Έχω πει χίλιες φορές–»

«Έχει έρθει η Συνέλευση των Μετόχων, κύριε Διευθυντά!» Ο υπάλληλος είδε κάτι πίσω του και το ‘βαλε στα πόδια πανικόβλητος.

Η πόρτα τινάχτηκε για να εισβάλλει μέσα ένας τύπος φαρδύς σαν ντουλάπα και επικίνδυνος σαν ντουλάπα γεμάτη δυναμίτη• στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί ανησυχητικά ξύλινο, δυσοίωνα χοντρό, και απειλητικά σηκωμένο. Με το που μπήκε στο γραφείο, οι λάμπες φάνηκαν να καίνε με τριάντα βατ λιγότερα. Ο ΘτΕ έσπευσε να τον υποδεχτεί με ενθουσιασμό: «Θείε μου! Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει κατά ‘δω;» Χαμογέλασε εγκάρδια και ένιωσε ένα ρυάκι ιδρώτα να κατεβαίνει στην πλάτη του.

«Είπα να πιράσου, ουρέ χαμένου, για να ιδώ με τα μάτια μ’ πώς παν τα πράματα».

«Πού να στα λέω, μπάρμπα, μεγάλος χαμός!» φώναξε ενθουσιασμένος ο ΘτΕ. «Το show απογειώνεται, η τηλεθέαση πετάει, οι παράδες έχουν κάνει φτερά – ήθελα να πω, μαζεύονται με τη σέσουλα. Δεν προφταίνουμε να μετράμε (πες κάτι κι εσύ)» ψιθύρισε στο μούσι, που άρχισε αμέσως να γνέφει και να επιβεβαιώνει.

Ο θεόρατος τύπος κοίταξε και τους δυο με το καχύποπτο μάτι του. «Αν δε μι δώκεις γρήγουρα αυτ’ απου μου χρουστάς, θα σ’ τσακίσου, χαμένου. Τρία κουπάδια πούλ’σα για να συμμιτέχου στου κιφάλαιου της επιχείρ’σης».

«Το ξέρω, θείε μου, και δε θα σ’ αφήσω–»

«Μη μ’λάς. Σου ‘δωκα και τις οικονουμίες μ’ τις φυλαγμένες για τα γιράματα. Μ’ είχες πει ότι θα τα ‘παιρνα πίσου σι έξ’ δόσεις μι τόκου δώδκα τοις εκατό κι τιμαριθμική αναπρουσαρμουγή».

«Όπως τα ‘χαμε πει, μπάρμπα, και–»

«Μη μ’λάς, σ’ λέου. Όμως ο καιρός πιρνάει, μ’ έδωκες μόνου μια μικρή προυκαταβουλή κι δόσεις δε βλέπου. Πού είν’, ουρέ χαμένου, οι παράδες μ’; Πώς θα κάνου απόσβεσ’, όπως μο ‘χεις υποσχεθεί, που απόσβεσ’ τη μαγκούρα μ’ στη ράχη σ’ θα κάνου στου τέλους;»

«Άκου, μπάρμπα, σου ‘χω μεγάλα νέα! Ένας ανερχόμενος επιχειρηματίας δίνει ολόκληρη περιουσία για ν’ αγοράσει την επιχείρηση! Θα κολυμπήσεις στα φράγκα!» είπε θριαμβευτικά ο ΘτΕ και ξεροκατάπιε.

Ο άλλος έμεινε να τον κοιτάζει προβληματισμένος. «Μι τιμαριθμική αναπρουσαρμουγή;»

«Με τα όλα τους!», πετάχτηκε το μούσι. «Θ’ αφήσετε την πρωτογενή αγροτική παραγωγή και θα γίνετε επενδυτής!»

«Αν μι λέτι παραμύθια, ουρέ χαμένα, θα του μιτανιώστε πικρά!» Ο θεόρατος τύπος ρουθούνισε άγρια και κλώτσησε το πάτωμα στέλνοντας σεισμικές δονήσεις σ’ όλο το κτίριο.

«Αλήθεια είναι, θείε μου, από την πρώτη ως την τελευταία κουβέντα!»

«Καλά. Θα ιδούμι. Να σ’ δώκου τώρα την πρώτ’ δόση–»

«Ωχ! Τι βαράς, ρε μπάρμπα...»

«–τις άλλες πέντι τις αφήνου γι’ αργότιρα». Ετοιμάστηκε να φύγει, όμως την τελευταία στιγμή θυμήθηκε κάτι: «Πάρ’ κι συ να μην παραπουνιέσι».

«Αχ!» βόγκηξε το μούσι.

«Ακούτι, χαμένα! Θα ‘ρθου πάλι σύντουμα. Κανουνίστε να μι δώκ’τε τα λεφτά μ’, αλλιώς θα σας δώκου τις υπόλ’πες δόσεις. Μι τιμαριθμική αναπρουσαρμουγή». Ο θόρυβος της πόρτας που έκλεισε πίσω του ακούστηκε σαν ομοβροντία πυροβολικού.

«Αφέντη μου», γκρίνιαξε το μούσι, «αυτές οι μετοχικές συνελεύσεις με ξεθεώνουν!»

(συνεχίζεται εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: