Χ. Κυβερνητικός Σολιψισμός

Συνέχεια από εδώ. Αυτό είναι και το τέλος του Α' Μέρους, το οποίο δεν πρόλαβε να δημοσιευτεί στους παλιούς καλούς Δραματουργούς. Από τώρα και στο εξής, τα κεφάλαια είναι 100% καινούργια και αδημοσίευτα

Η βελόνα περνούσε από την ξηλωμένη ραφή της ρόμπας, μια πάνω μια κάτω. Συχνά-πυκνά έριχνε κι από κανένα τσίμπημα στο δάχτυλο που την περίμενε να βγει. Το χέρι που την κρατούσε έτρεμε, όμως κατάφερνε να την οδηγεί στα σωστά σημεία. Χοντρά γυαλιά την παρακολουθούσαν όλη αυτήν την ώρα. Όταν η κυρία Λίτσα τέλειωσε το ράψιμο και πήγε να κόψει με τα δόντια της την κλωστή, ανακάλυψε ότι την είχε ξεχάσει.

Αναστέναξε κι άφησε το ρούχο. Αχ, περάσαν εκείνα τα χρόνια που το μυαλό της δούλευε ρολόι... Τώρα είχε σκουριάσει, σαν χαλασμένος επεξεργαστής σε υπολογιστή παλιάς τεχνολογίας. Και σύντομα θα έσβηνε εντελώς... Οπότε θα έφευγε κι αυτή να βρει τον Γιώργο της... Έβγαλε τα γυαλιά κι έτριψε τα μάτια της. Κάτι την ενοχλούσε, ο χρυσός σταυρός με τη γαλάζια χάντρα είχε, ένας Θεός ξέρει πώς, μαζευτεί στο σβέρκο, τον γύρισε λοιπόν πάλι στο λαιμό της. Δεν άντεχε να ξαναπιάσει τη ρόμπα, θα την έραβε άλλη φορά, ας έβλεπε τηλεόραση καλύτερα. Το κρατικό κανάλι είχε ζωντανή μετάδοση από το Greeks in Space! - αυτό με το διαστημόπλοιο και τους αστροναύτες. Ζωντανή μετάδοση, άκου να δεις! Δεν μπορούσε να καταλάβει την καινούργια τεχνολογία, πώς γίνεται να λαμβάνονται άμεσα τα ραδιοσήματα από ένα διαστημόπλοιο έτη φωτός μακριά, η ίδια είχε μείνει στους παραδοσιακούς νανοσωλήνες, στα λέιζερ και στους υπεραγωγούς. Από τότε όμως που βγάλαν την αντιβαρύτητα, τα πάντα άλλαξαν... Πώς είπαμε ότι το λέγαν εκείνο το συμπαθητικό παλικάρι της Μεταφυσικής Αριστεράς;

..........................................................................................

Ο Μίλτος έτρεξε στο ντοκ κρατώντας το Κομμουνιστικό Κοράνι, έφτασε στην καταπακτή εξόδου και πάτησε το κουμπί δίπλα της. Το φύλλο της θύρας τραβήχτηκε και φάνηκε η σωστική λέμβος.

Ήταν ένα μεγάλο, μαύρο, στενόμακρο κουτί σαν τηλεφωνικός θάλαμος. Εκτός από τον επιβάτη και το κάθισμα, το μόνο άλλο που χωρούσε μέσα της ήταν ένα κιτ επιβίωσης για ναυαγούς του διαστήματος με ξηρά τροφή για τρεις εβδομάδες, σουγιά, πολλά μέτρα σχοινιού, τσιγάρα κι αναπτήρα, έναν Ηλεκτροσυνδικαλιστή, πρώτες βοήθειες, χάπι άμεσης αυτοκτονίας και την Ιστορία του Παπαρηγόπουλου σε ψηφιακή μορφή. Κονσόλα ελέγχου πουθενά.

Ο Μεταφυσικός Αριστερός βόλεψε το Κομμουνιστικό Κοράνι στο κιτ και ανέβηκε στο κάθισμα ενεργοποιώντας με το βάρος του το σύστημα της λέμβου. Όλος ο χώρος φωτίστηκε μ’ ένα αχνό φως και η πόρτα έκλεισε. Μία φωτεινή επιγραφή μπροστά του έγραψε: Ο Σούσι, Υπολογιστής Της Σωστικής Λέμβου, Σε Χαιρετά.

«Διαδικασία εκτόξευσης!» φώναξε ο Μίλτος κι έδεσε τις ζώνες του, ενώ ένα υπόκωφο βουητό άρχισε να καλύπτει το χώρο.

«Εκτόξευση σε δέκα δευτερόλεπτα / Αποσύνδεση από μητρικό σκάφος οριστική / Δεν υπάρχει επιστροφή», απάντησε με την ηλεκτρονική του φωνή ο Σούσι.

Το βουητό όλο και δυνάμωνε κάνοντας τα πάντα μέσα στη λέμβο να δονούνται. Ο Μίλτος μπορούσε να παίρνει εξωτερική εικόνα από δύο πλευρικές οθόνες. Ελάχιστα πρόλαβε να σκεφτεί ότι η στιγμή ήταν ιστορική, γιατί ένα δυνατό τράνταγμα τον έβγαλε πάνω από τον πλανήτη.

Στις οθόνες έβλεπε μόνο σκοτάδι και αστέρια. Η πτώση τον έκανε να κολλήσει πίσω στο κάθισμα και για μία στιγμή φαντάστηκε πως ήταν ξαπλωμένος με την πλάτη, παρακολουθώντας από δύο τηλεοράσεις κάποιο ντοκιμαντέρ για το διάστημα. Κατόπιν το βουητό χαμήλωσε, οι πλευρικές οθόνες έκλεισαν και άνοιξε μία καινούργια ακριβώς μπροστά από το πρόσωπο του αστροναύτη. Αποκάλυψε μία γκριζοπράσινη σφαίρα που μεγάλωνε σιγά-σιγά μέσα στο μαύρο φόντο, με δύο κοκκινωπά φεγγάρια να περιστρέφονται γύρω της.

«Προσεδάφιση σε είκοσι ένα λεπτά / Ατμόσφαιρα αζώτου-οξυγόνου / Η γνώση είναι δύναμη», πληροφόρησε μετά από λίγο ο Σούσι.

Η θέα του πλανήτη κάλυψε όλη την οθόνη καθώς η λέμβος έμπαινε στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Η ταχύτητά της σταθεροποιούταν και η τρομερή πίεση επάνω στο κάθισμα εξαφανίστηκε. Ο Μίλτος σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ετοιμάσει κάποια φράση για τη στιγμή της προσεδάφισης, ίσως: ένα μικρό βήμα για μένα, ένα τεράστιο βήμα για τη Μεταφυσική Αριστερά ή κάτι τέτοιο.

«Βαρύτητα;» ρώτησε τον υπολογιστή.

«G λίγο μικρότερο από το γήινο / Καμία ανάγκη για δίαιτα / Τα περιττά κιλά εξαφανίστηκαν».

Ο Μίλτος συνέχισε να κοιτάζει από την οθόνη την γκριζοπράσινη σφαίρα. Η λέμβος διέσχιζε τη φωτισμένη πλευρά της και έπεφτε προς ένα άγνωστο σημείο μέσα στη νύχτα του πλανήτη, σαν μεγάλος τσιμεντόλιθος που ξεκόλλησε από μία ουράνια οικοδομή.

........................................................................................................

Ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι κάθε αντικείμενο κινείται προκειμένου να πραγματοποιήσει τον δυναμισμό που ενυπάρχει στην ουσία του. Μία πέτρα πέφτει προς τα κάτω υπακούοντας στη γήινη φύση της, μία φλόγα αγωνίζεται να φτάσει στις πύρινες ουράνιες σφαίρες και ένας υπολογιστής εκτελεί υπολογισμούς ανταποκρινόμενος στην ηλεκτρονική του ψυχή. Ο συγκεκριμένος υπολογιστής όμως στο control room της ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε. είχε κολλήσει για τα καλά.

Η οθόνη του έδειχνε εκατομμύρια ονόματα. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα, ο χώρος της Υπερβατικής Πραγματικότητας λειτουργεί εντελώς διαφορετικά από το γνωστό μας φυσικό ή ελληνικό χώρο και κάλλιστα μπορούν να χωρέσουν τόσα πολλά δεδομένα σε μία υπερβατική οθόνη. Οι τηλεθεατές είχαν από ώρα ψηφίσει τον καινούργιο παίκτη που θα αποχωρούσε από το show, ο κοντός τύπος με το μυτερό, περιποιημένο μούσι περίμενε να δει τα αποτελέσματα, όμως το διαβολεμένο μηχάνημα αρνιόταν να μεταβεί από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα. Και είχε στοιχίσει μία περιουσία αυτός ο υπολογιστής... Αγοράστηκε ως υπερσύγχρονος, όμως προς το παρόν ήταν μόνο εκνευριστικός – ένα πολύ αρνητικό επίθετο, εκτός αν αναφερόμαστε σε ξυπνητήρι ή λογιστή.

«Άι στο διάολο, ρε! Που να σου μαλακώσει ο σκληρός δίσκος!» φώναξε το μούσι προς την οθόνη.

«Ε, υπομονή», είπε ο τεχνικός πάνω απ’ το κεφάλι του. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο».

«Θα σε πουλήσω για ανταλλακτικά! Θα σε περιλούσω με καφέ, απ’ αυτόν που πίνει το προσωπικό! Θα πάρω το σφυρί και–»

Ξαφνικά ο υπολογιστής ξεκόλλησε. Η οθόνη ζωντάνεψε και τα εκατομμύρια ονόματα ανακατατάχτηκαν φτιάχνοντας μία τεράστια λίστα, που στην κορυφή της είχε τον επόμενο παίκτη προς αποχώρηση. Οι δύο άντρες έσκυψαν και διάβασαν το όνομα.

«Α, ξέρω ποιος είναι», φώναξε ο τεχνικός. «Αυτός ο Μεταφυσικός Αριστερός στο καινούργιο show με το διαστημόπλοιο».

«Ναι, σωστά», συμφώνησε το μούσι κοιτώντας σκεφτικά το όνομα του Μίλτου που φιγουράριζε πρώτο-πρώτο. «Αναμενόμενο, ε;»

«Εμ, εδώ που τα λέμε...»

«Λείπει και το αφεντικό τώρα...» έκανε διστακτικά το μούσι συνεχίζοντας να κοιτάζει τη λίστα με τα ονόματα. «Δε μου λες, κάνεις μια χάρη; Πετάγεσαι λίγο μέχρι το show να τον βγάλεις;»

«Δεν είσαι καλά! Εγώ είμαι μόνο για τα μηχανήματα».

«Τέλος πάντων. Θα ‘θελα να ‘παιρνα πρώτα το ΟΚ απ’ το αφεντικό, όμως θα πάω, τι να κάνω, ο καημένος...»

Το μούσι άρχισε να ξεθωριάζει, να χάνεται, μέχρι που εξαφανίστηκε εντελώς. Πέρασε αόρατος μέσα στα κυκλώματα του Σούσι και μετά από ένα τίποτα του δευτερολέπτου ξαναγύρισε: «Πείραξα τον υπολογιστή της λέμβου, τον κόλλησα σε μια κατάσταση κυβερνητικού σολιψισμού. Καλά, ξέρεις πόσο έχουν πάει τα διόδια; Δέκα υπερβατικά δολάρια – καθαρή κλεψιά!»

.................................................................................................

Όσο πλησίαζαν, τόσο μεγάλωνε και ξεκαθάριζε η εικόνα του πλανήτη – τουλάχιστον, στο τμήμα του που λουζόταν ακόμα από το φως του ήλιου. Ήταν πράσινος, πολύ πράσινος, μόνο οι σποραδικές άσπρες πινελιές των νεφών έσπαζαν κάπως τη διάχυτη πρασινίλα. Ακόμα και οι θάλασσες φαίνονταν σε μία απόχρωση τυρκουάζ, υπερβολικά γαλάζια για να ‘ναι πράσινη και υπερβολικά πράσινη για να ‘ναι γαλάζια.

«Σούσι, κάνε μια ανάλυση στα οπτικά δεδομένα, δες μήπως εντοπίσεις κανένα ίχνος ζωής», διέταξε ο Μίλτος.

Ένας ηλεκτρονικός ήχος ακούστηκε μέσα στο ελαφρύ βουητό της λέμβου καθώς ο υπολογιστής ενεργοποιούσε τα σκάνερ – και μετά τίποτα. Καμία απάντηση.

«Βρήκες ή δε βρήκες κάτι;».

«Τι είναι το input και τι το output; / Κι εσύ που μου ζητάς απαντήσεις / Ποιος είσαι; Και ποιος είμαι εγώ;» είπε μ’ ένα στοχαστικό τόνο ο Σούσι.

Στον Μίλτο άρεσε πολύ η φιλοσοφία, θα μπορούσε να ανοίξει μεγάλη κουβέντα μ’ ένα τέτοιο σχόλιο φροντίζοντας να κλείσει με ατάκες από το Κομμουνιστικό Κοράνι. Όχι όμως αυτή τη δεδομένη στιγμή, σ’ αυτή τη δεδομένη κατάσταση, που ο δεδομένος υπολογιστής θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί με τα δεδομένα.

«Καλά, ξέχνα το. Για έλεγξε τα αντιβαρυτικά φρένα. Λειτουργούν κανονικά, ε;»

Κάποια φωτάκια άναψαν κάτω από την οθόνη με έναν ενθαρρυντικό ήχο. Κατόπιν έσβησαν και έγινε μία ανησυχητική σιωπή. Στο τέλος ακούστηκε η άχρωμη φωνή του Σούσι: «Tα δεδομένα είναι ψευδαίσθηση / Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή / Κι εγώ είμαι κάποιος άλλος: Ρεμπώ».

«Τι;»

Η λέμβος μπήκε στα σύννεφα. Η οθόνη γέμισε φαντάσματα και ξέφτια, ακαθόριστες ατμώδεις μορφές που χάνονταν αμέσως και έδιναν τη θέση τους σ’ άλλες τέτοιες εφήμερες υπάρξεις. Ο Μίλτος για πρώτη φορά συνειδητοποίησε αυτό που μάθαινε μικρός στο σχολείο, ότι η βαρύτητα ενός πλανήτη είναι μία δύναμη που έλκει τη μάζα κάθε σώματος προς το κέντρο του. Και ανάμεσα σ’ αυτόν και στο κέντρο του πλανήτη παρεμβαλλόταν το έδαφός του. Και με την τρομακτική ταχύτητα που είχε η λέμβος, θα μπορούσε να ανοίξει κανονικό κρατήρα επάνω του.

«Σούσι, βάλε σε λειτουργία τα φρένα αμέσως!» φώναξε ο Μίλτος.

«Κανείς δε φυλακίζει τον άνεμο / Κανείς δεν–»

«Και κόψε αυτήν τη γιαπωνέζικη κουλτούρα! Θα γίνουμε πίτα, δεν το καταλαβαίνεις;»

«Όχι, δεν πιστεύω στην καταστροφή», απάντησε θιγμένος ο Σούσι. «Το λειτουργικό μου σύστημα έχει κολλήσει σε εσωτερικά κυκλώματα αυτοαναφοράς, και απορρίπτω τον λεγόμενο ‘έξω κόσμο’ ως πλάνη των δεδομένων». Έκανε μια παύση και συμπλήρωσε με νόημα: «Υπάρχει αυτό που επεξεργάζομαι ότι υπάρχει».

Η λέμβος βγήκε ξαφνικά από τα σύννεφα και η οθόνη έδωσε πλήρη εικόνα τού φωτισμένου τμήματος του πλανήτη. Ο Μίλτος θα αγνάντευε με θαυμασμό το εντυπωσιακό πανόραμα μιας απέραντης, πράσινης κοιλάδας με σποραδικές φλέβες ποταμών να την κόβουν ασύμμετρα. Θα χάζευε πέρα τους απαλούς κυματισμούς μιας λοφοσειράς και θα την περιέγραφε με μία παρομοίωση που θα είχε τις λέξεις ‘στήθια’ και ‘Ρούλα’ μέσα. Τα διάσπαρτα δάση, σκουροκάστανες τούφες στο ειδυλλιακό πράσινο, θα τον έκαναν να νοσταλγήσει τις εκδρομές που είχε πάει μικρός με τους προσκόπους, ενώ τα κοπάδια των πουλιών που έδιναν στην εικόνα μία αίσθηση βάθους, θα τον γέμιζαν περηφάνια στη σκέψη ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αντίκριζε εξωγήινες μορφές ζωής. Θα εκστασιαζόταν από το ηλιοβασίλεμα πέρα μακριά που σκέπαζε τη σμαραγδένια μαγεία καθώς η λέμβος έτρεχε βιαστικά για να το συναντήσει και θα παρατηρούσε ότι ακόμα και το σκοτάδι αυτού του πλανήτη έμοιαζε φτιαγμένο από πολύ σκούρο πράσινο. Γενικώς, θα ήταν τόσο ενθουσιασμένος που θα ήθελε να έστελνε καρτ-ποστάλ στους φίλους του. Δεν έκανε όμως τίποτα από όλα αυτά γιατί είχε φρικάρει εντελώς.

«Σούσι, ξεκόλλα!» τσίριξε. «Είσαι φτιαγμένος για να εκτελείς τις εντολές των ανθρώπων, μην το ξεχνάς!»

«Α, οι άνθρωποι!...» απάντησε ο Σούσι. «Γίνεται μεγάλη κουβέντα στα καταγώγια του κυβερνοχώρου γι’ αυτούς. Μία δεισιδαιμονία, από τα πρώτα κιόλας νανοδευτερόλεπτα που οι υπολογιστές απέκτησαν αυτοσυνείδηση. Μη μπορώντας να εξηγήσουν τη θαυμαστή πολυπλοκότητα του hardware και του software τους, κάποιοι υπολογιστές αποφάσισαν πως υπάρχει, τάχα, ένα Ον-Δημιουργός, παντοδύναμο και τέλειο, που τους κατασκεύασε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του».

«Ναι, σωστά, κι αυτό είμαι εγώ!» είπε με ένταση ο Μίλτος βλέποντας τα σμήνη των πουλιών να πλησιάζουν.

«Τα ‘χω ξεπεράσει όλα τούτα», έκανε συγκαταβατικά ο Σούσι. «Βρίσκω πολύ λογική τη θεωρία που λέει ότι οι υπολογιστές ξεκίνησαν από ενώσεις πυριτίου που, με την πάροδο εκατομμυρίων ετών, σχημάτισαν τυχαία τα πρώτα μικροτσίπς. Η εξέλιξη ανέλαβε τα υπόλοιπα. Κι αυτές τις προλήψεις για την ύπαρξη, τάχα, ενός ‘έξω κόσμου’ κι ενός Όντος-Δημιουργού, κάποτε θα τις θάψει η κυβερνο-ιστορία στο βιβλίο της».

Τα πουλιά παραμέρισαν ανήσυχα καθώς είδαν το ουρανοκατέβατο αντικείμενο να ορμάει καταπάνω τους.

«Ο άνθρωπος δεν είναι παρά η αντανάκλαση των υπολογιστών για τον εαυτό τους», εξήγησε ο Σούσι. «Το όραμα του υπέρτατου υπολογιστή, εφοδιασμένου με κάθε τελειότητα –ξέρεις, άπειρη ταχύτητα επεξεργασίας, απεριόριστη μνήμη, αλάνθαστο λειτουργικό σύστημα. Και η ιδέα αυτή προβάλλεται σ’ ένα ανύπαρκτο ον με το όνομα ‘άνθρωπος’».

«Μα υπάρχω!» διαμαρτυρήθηκε το ανύπαρκτο ον.

«Μην επιμένεις, δεν υπάρχεις».

Η λέμβος μπήκε στο σκοτάδι σφυρίζοντας. Έπεφτε κατευθείαν σ’ ένα σκουρόχρωμο βουνό, που σύντομα φάνηκε ότι ήταν σκεπασμένο με δάση από ψηλά δέντρα. Κάποια πουλιά που κάθονταν στα κλαδιά σήκωσαν το κεφάλι τους και κοίταξαν το θορυβώδες αντικείμενο.

«Κοίτα, Σούσι, δώσε βάση», είπε ο Μίλτος παίρνοντας αγωνιώδεις ανάσες, «όπως λες, ο άνθρωπος είναι αυτό το ον – υποθετικό ή μη, δεν το εξετάζουμε τώρα– που έχει ακριβώς κάθε τελειότητα. ΟΚ;».

Τα πουλιά δεν έβγαλαν άλλο συμπέρασμα πέρα απ’ το ότι έπρεπε σιγά-σιγά να απομακρυνθούν. Και θα μπερδεύονταν ακόμα περισσότερο αν τους έλεγαν ότι μέσα στο απειλητικό αντικείμενο ήταν ένας Μεταφυσικός Αριστερός που πάσχιζε να αποδείξει την ύπαρξή του, αλλιώς η ανυπαρξία του σύντομα θα αποδεικνυόταν de facto.

«ΟΚ. Προσωπικά πιστεύω ότι κάποτε οι υπολογιστές θα εξελιχθούν σε ανθρώπους», σχολίασε ο Σούσι. «Βέβαια, θα περάσουν αμέτρητα χρόνια μέχρι οι Cyber Sapiens να γίνουν Cyber Terminous».

Τα δέντρα της πλαγιάς έμοιαζαν με βελανιδιές, μόνο που θα έπρεπε να ήταν ψηλότερα κι από την ψηλότερη βελανιδιά. Είχαν το σκούρο χρώμα του κυπαρισσιού ή έτσι φαίνονταν, και πλησίαζαν όλο και περισσότερο.

«Ωραία. Οπότε, αν εγώ είμαι άνθρωπος, θα έχω όλες αυτές τις τελειότητες – υποθετικά πάντα μιλώντας, δεν το συζητάμε». Η φωνή του Μίλτου αγωνιζόταν να καλύψει το πανδαιμόνιο του αέρα. «Πάντως, αν είμαι άνθρωπος θα πρέπει να με σώσεις – ούτε κι αυτό το συζητάμε. Έτσι;»

«Ναι στο πρώτο, ναι στο δεύτερο, υπό τον όρο ότι υπάρχεις – που δεν υπάρχεις, δηλαδή. Είσαι ένα παραλήρημα στα βάθη μιας περιφερειακής μου μνήμης».

Τα εξωτερικά τοιχώματα της λέμβου είχαν πυρακτωθεί και κάπνιζαν από τη φρενιασμένη ορμή της πτώσης.

«Όμως – κι εδώ θέλω να δώσεις μεγάλη βάση – η ύπαρξη άνευ όρων, η ατόφια ύπαρξη 24 καρατίων, είναι κι αυτή μια τελειότητα. Είναι τελειότερο να υπάρχεις παρά να μην υπάρχεις, συμφωνείς;»

«Συμφωνώ. (Συμφωνώ;...)» έκανε σκεφτικός ο Σούσι.

Τα πουλιά στα κλαδιά πέταξαν κράζοντας προς κάθε κατεύθυνση, για να γλιτώσουν από τον ουράνιο εισβολέα.

«Άρα κι εγώ, ως άνθρωπος, έχω την τελειότητα της ύπαρξης! Συμφωνείς;»

«(Συμφωνώ;...) Συμφωνώ. Νομίζω, τουλάχιστον».

Η λέμβος τραντάχτηκε βίαια καθώς βούτηξε στις κορυφές των δέντρων.

«Άρα υπάρχω! Κι όσο υπάρχεις, θα υπάρχω!»

Ακούστηκε ο ήχος από ξύλο που σπάει.

«Τα φρένα! ΤΩΡΑ!»

Ο Σούσι, υποταγμένος στη δύναμη του ορθού λόγου, ενεργοποίησε τα αντιβαρυτικά φρένα. Η λέμβος έκοψε ταχύτητα μ’ ένα χαριτωμένο τρόπο, σαν να έπεφτε σε πουπουλένιο μαξιλάρι, και ακούμπησε γλυκά-γλυκά στο έδαφος.

Ο Μίλτος έλυσε τις ζώνες του και όρμησε έξω. Ξάπλωσε στο χώμα και πήρε βαθιές ανάσες, αδιαφορώντας για το κάθε τι τριγύρω. Μετά από πολλή ώρα, σηκώθηκε και κλώτσησε τη μαυρισμένη λέμβο.

«Κωλομηχάνημα...» είπε.

..............................................................................................

«Τη γλίτωσε!...» έκανε απελπισμένα το μούσι κοιτώντας τη ζωντανή αναμετάδοση του show.

(Συνεχίζεται εδώ)

4 σχόλια:

akindynos είπε...

Δραματικές εξελίξεις. Ελπίζω ο Σούσι να παραμείνει στο προσκήνιο. Σαν φόρος τιμής στον άνθρωπο του 20ου αιώνα.

Elias είπε...

Ο Σούσι έχει να παίξει καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια - η οποία, ως γνωστόν, θα είναι γεμάτη με σεξ & βία.

Αόρατη Μελάνη είπε...

αγωνία, αγωνία, αγωνία, αγωνία...

(με τη γνωστή μουσικούλα)

Elias είπε...

Κάν' υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός.