XII. Η Σύμβαση

(συνεχίζεται από εδώ)

«Δηλαδή, τώρα πρέπει να κατεβούμε εκεί κάτω;» ρώτησε η Κάτια.

Το ‘εκεί κάτω’ απεικονιζόταν στην αστρική οθόνη του Κίνζι: μία πρασινωπή σφαίρα μέσα στο διάστημα, διακοσμημένη από σποραδικά νέφη που ποιος ξέρει τι ακατονόμαστους κινδύνους έκρυβαν πίσω τους.

«Ε ναι, φαντάζομαι», έκανε η Ρούλα. «Υπογράψαμε και σύμβαση...»

Ο Γιάννης συνοφρυώθηκε. «Πάντως, ρε παιδιά, λέγαμε για το Έψιλον του Ηριδανού, τον πλανήτη κι όλα αυτά, όμως... να… δεν το ‘χα φανταστεί… θέλω να πω, δεν το ‘χα πιστέψει και… και δεν ξέρω τι θέλω να πω».

Ο Οδυσσέας ήδη συμπλήρωνε μία πλήρη περιστροφή γύρω από την πρασινωπή σφαίρα. Όλη αυτήν την ώρα, οι αστροναύτες παρατηρούσαν με περιέργεια την επιφάνειά του, τους δύο δορυφόρους του, τις πράσινες περιοχές που φανέρωναν ηπείρους, τις λιγότερο πράσινες που μαρτυρούσαν μάλλον ύπαρξη νερού, προσπαθούσαν να διακρίνουν ενδείξεις ζωής, άκουγαν τα στοιχεία του Κίνζι κι ακόμα δεν είχαν πειστεί ότι σε λίγες ώρες θα πατούσαν έδαφος.

Η Κάτια θυμήθηκε κάτι. «Πού είναι ο βιαστής;»

«Δεν είναι στην καμπίνα του;»

«Όχι. Κάπου χώθηκε, δεν τον βρήκα πουθενά».

Το Έψιλον του Ηριδανού ξαφνικά σκοτείνιασε καθώς ο Οδυσσέας πέρασε στη σκιά του πλανήτη. Ενστικτωδώς, οι αστροναύτες έκαναν μια παύση.

«Αν δεν κατεβούμε εκεί κάτω… θέλω να πω, πειράζει πολύ;» ρώτησε η Κάτια.

«Εμ, εσύ τι λες;» είπε η Ρούλα κοιτώντας τη σκοτεινιασμένη οθόνη.

«Η σύμβαση, αυτό το χαρτί που υπογράψαμε, τι…;»

«Χελόου, απόλυση! Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου. Αφού τα ξέρεις, τι ρωτάς;»

«Ε, παιδιά! Λείπει μια λέμβος» φώναξε ο Χάρης που μπήκε εκείνη τη στιγμή στη γέφυρα.

Οι αστροναύτες κοιτάχτηκαν. Η Κάτια κατόπιν γύρισε προς την εικόνα του πλανήτη στην οθόνη. «Στο καλό και να μας γράφεις!»

«Για κοιτάξτε», φώναξε ο Γιάννης χτυπώντας παλαμάκια, «όλα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια: τι λέτε, προετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά για την προσεδάφιση; Δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς, ξέρετε».

Οι αστροναύτες βγήκαν από τη γέφυρα και κατευθύνθηκαν στις καμπίνες τους. Σε κάποια στιγμή, η Ρούλα σκούντησε την Κάτια: «Ρε συ, δεν έπρεπε να του τα πεις τόσο χοντρά. Τον στεναχώρησες».

«Δεν του τα 'πα χοντρά».

«Εσύ έκανες πλάκα κι αυτός το πήρε στα σοβαρά».

«Δεν έκανα καθόλου πλάκα».

..........................................................................................

Ήταν αφύσικα μεγάλος. Και γκρίζος, στο χρώμα ακριβώς που έχουν τα προδομένα όνειρα. Η άτριχη ουρά του έμοιαζε φτιαγμένη από καουτσούκ και μαστίγωνε ρυθμικά το πάτωμα, σαν οδυνηρή ανάμνηση που επιστρέφει ξανά και ξανά. Τα χάντρινα μάτια του ήταν μαύρα και γυαλιστερά, μάτια που δεν κατασκευάστηκαν για να φανερώνουν συναισθήματα αλλά για να καρφώνονται σε στόχους επίθεσης, όπως τώρα που κοιτούσαν το σαρακοφαγωμένο γραφείο, την παλιά πολυθρόνα, το καμπουριαστό σώμα που καθόταν επάνω της, το πιάτο που κρατούσε ο ιδιοκτήτης του σώματος, το φαγητό μέσα στο πιάτο. Ο ΘτΕ έκοψε ένα κομμάτι χαλβά και το πέταξε στον ποντικό, τη στιγμή ακριβώς που χτύπησε η πόρτα του γραφείου και μπήκε μέσα το μούσι. «Έφτασα!»

«Έλα, ρε παιδάκι μου, και σε περίμενα!» έκανε μπουκωμένος ο ΘτΕ. «Μια ώρα έχω που σε φώναξα και κοντεύω – τι τρέχει;»

«Ο... ο ποντικός τρώει χαλβά, αφέντη μου;»

«Άσ’ τον αυτόν, μην του δίνεις σημασία. Είναι οικόσιτος. Θέλω να σου μιλήσω για ‘κείνον τον βλάκα με τα λεφτά, ξέρεις ποιον λέω. Τον Μεταφυσικό Αριστερό». Έριξε άλλο ένα κομμάτι χαλβά στο τρωκτικό, που το βούτηξε στον αέρα με τα μπροστινά του πόδια και το ροκάνισε αργά-αργά.

«Ναι, αφέντη μου. Α, ώστε έχει και τα λεφτά μαζί του;» ρώτησε το μούσι με ένα δυσάρεστο προαίσθημα.

Ο ΘτΕ σταμάτησε να μασάει για λίγα δευτερόλεπτα. «Κουβαλάει ένα κάρο χρήματα. Αγοράζουν σπίτι τόσο μεγάλο, να παίρνεις τηλέφωνο απ’ το σαλόνι στην κουζίνα και να χρεώνεσαι υπεραστικό».

«Μάλιστα».

«Αυτά τα λεφτά πρέπει να πάνε στην Τράπεζα, σ’ έναν συγκεκριμένο λογαριασμό. Και γρήγορα, ο αγελαδάνθρωπος περιμένει το μερίδιό του».

«Κατάλαβα», έκανε άβολα το μούσι. «Πρέπει να το κανονίσω πάλι εγώ, ε;». Είδε τον άλλον να επιβεβαιώνει και συνέχισε: «Καλά. Ο τύπος βέβαια είναι ακόμα μακριά από την Τράπεζα – αμάν, κι άλλος ποντικός!»

«Ρε, πάψε να χαζεύεις και συγκεντρώσου στη δουλειά!» μούγκρισε ο ΘτΕ. Πήρε ακόμα ένα κομμάτι χαλβά, το έκοψε στη μέση και πέταξε τα δύο μισά στους ποντικούς που έσπευσαν να τα εξαφανίσουν.

«Πρέπει όμως να σου πω, αφέντη μου...»

«Τι πράμα;»

«Να, όσο έλειπες για να μαζέψεις το έξτρα, εγώ πήγα – και παραλίγο θα τα κατάφερνα – να τον βγάλω απ’ το show…»

«Ποιον; Τον βλάκα με τα λεφτά;!» ούρλιαξε πανικόβλητος ο ΘτΕ ραντίζοντας το γραφείο με ψίχουλα χαλβά.

«Δεν ήξερα, ο καημένος... οι θεατές τον ψήφισαν για αποχώρηση…»

«Ρε, είσαι σοβαρός;» τσίριξε ο ΘτΕ, «αυτός έχει μια ολόκληρη περιουσία πάνω του! Πας να με κάψεις;» Τινάχτηκε από το γραφείο και όρμησε απειλητικά προς το μούσι. Οι ποντικοί δεν ενοχλήθηκαν καθόλου.

«Εσύ έλειπες κι εγώ είπα να βοηθήσω! Σε παρακαλώ, μη με βαρέσεις, πού να το ‘ξερα...»

Ο ΘτΕ είχε ήδη φτάσει δίπλα του αγριεμένος. Έκανε μία γενναία προσπάθεια να συγκρατηθεί, «λοιπόν, ας ηρεμήσουμε», μονολόγησε, «πρώτα απ’ όλα, ας ηρεμήσουμε όλοι μας». Πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε τον αέρα ελεγχόμενα και του έριξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα.

«Ωχ!»

«Άλλη φορά δε θα κάνεις τίποτα αν δε σου πω εγώ πρώτα!»

«Μάλιστα, αφέντη μου…» γκρίνιαξε το μούσι. «Θα βοηθούσε όμως, ξέρεις, να με εμπιστευόσουν περισσότερο. Απ’ τη στιγμή που μπήκα στο κόλπο, να ξέρω τουλάχιστον τι παίζει – Α! Κοίτα εκεί!» Δύο ακόμα ποντικοί είχαν εμφανιστεί, πιο μεγάλοι από τους άλλους. Όλοι μαζί βρίσκονταν επάνω στο γραφείο και καταβρόχθιζαν το χαλβά από το πιάτο.

«Πάει το πρωινό μου... Τέλος πάντων, κοίτα για να καταλάβεις πώς έχουν τα πράματα».

«Ναι, γιατί – να το ξέρεις – εγώ προσπαθούσα απλώς να βοηθήσω. Τίποτα παραπάνω».

«Δώσε βάση: είχα βάλει απ’ την αρχή τα φράγκα μέσα στο σκηνικό του Διαστημοπλοίου».

«Ναι, όμως –»

«Οι γαλάζιες χάντρες ήταν ό,τι πρέπει γι’ αυτή τη δουλειά. Μικρές, πρακτικές, μεταφέρονται εύκολα».

«Ναι, αλλά –»

«Κι αυτός ο βλάκας μάς διευκόλυνε που τις μάζεψε όλες μαζί στο βιβλίο του. Πρακτικό. Μόλις πάνε στην Τράπεζα και γίνει η κατάθεση, ο αγελαδάνθρωπος θα υποβάλει την τεχνική μελέτη, υπογράφουμε τη σύμβαση και γεμίζουμε χρήμα. Θα αγοράσουμε ουρανοξύστη τόσο ψηλό, ώστε οι τελευταίοι όροφοι έχουν θα βαρυτική διαφορά από τους πρώτους και θα είσαι τρία κιλά ελαφρύτερος».

«Ναι, αφέντη μου, όμως σαν πολλά ποντίκια δεν έχει εδώ μέσα;» έκανε το μούσι κοιτώντας τις σερνάμενες ουρές στα πόδια του.

«Ρε, σου μιλάω! Πού έχεις το νου σου; Πρόσεξε, κακομοίρη μου, έχουμε να σκεφτούμε έναν τρόπο για να πάει αυτός ο βλάκας στην Τράπεζα. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στην τύχη».

«Εντάξει, το κατάλαβα αυτό και– Αχ! Με δάγκωσε...»

«Πάψε να παίζεις με τα κατοικίδια! Όλο στο χαβαλέ το μυαλό σου, μόνο εγώ δουλεύω εδώ μέσα!»

«Αφέντη μου, θα μας φάνε τα ποντίκια!…»

«Λες βλακείες, θα πέσει κι άλλη καρπαζιά! Λοιπόν, άκου να σου πω μια ιδέα που έχω για τη συνέχεια. Με παρακολουθείς;»

Όχι, δεν παρακολουθούσε αυτόν αλλά το πάτωμα που έμοιαζε να βράζει από τους ποντικούς. Τον εξέταζαν υπολογιστικά με τα ρηχά τους μάτια και κουνούσαν τα μουστάκια τους στο ρυθμό που ανοιγόκλειναν τα σαγόνια τους• σαγόνια εξοπλισμένα με μεγάλους κοπτήρες που θα μπορούσαν να κόψουν ακόμα και μέταλλο. Πολύ περισσότερο, σάρκα. «Πιστεύεις ότι θα βγούμε ζωντανοί;» ψιθύρισε το μούσι.

Ο ΘτΕ έριξε μια ματιά δεξιά, μια ματιά αριστερά, ξεροκατάπιε και σκούντησε τον άλλον με τρόπο. «Θα πατήσουμε εκεί, μετά εκεί, εκεί κι εκεί, με τέσσερα βήματα φτάνουμε στην πόρτα. Έτοιμος;»

Το μούσι έγνεψε.

«Με το τρία: ένα, δύο...», τα ποντίκια ροκάνιζαν δοκιμαστικά τις άκρες των παπουτσιών τους, «...τρία!» Οι δύο άντρες έτρεξαν στην πόρτα σαν τρελοί, με τις ορδές των τρωκτικών να τους ακολουθούν. Την άνοιξαν αστραπιαία, βγήκαν έξω και την ξανάκλεισαν αμέσως. Ακούστηκαν οι γδούποι από πέντε-έξι ποντίκια που έπεσαν πάνω της.

(συνεχίζεται εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: