IX. Χωρίς Πλάκα

(συνέχεια από εδώ)

«Έλα, Μίλτο, βγες έξω», είπε η Κάτια.

«Άι στο διάολο».

«Σαν μικρό παιδί κάνεις. Αν δεν το καταλαβαίνεις πως όλα ήταν μια πλάκα, έτσι για να σπάσει λίγο η βαρεμάρα, ε τότε τι να σου πω...»

Οι αστροναύτες είχαν συγκεντρωθεί έξω από την κλειδωμένη καμπίνα του Μίλτου. Βγήκε μπροστά η Ρούλα, χτύπησε λίγο με τα νύχια της την πόρτα, «μωρουλίνι;» είπε, «εγώ είμαι, η καθ’ αυτή Ρούλα. Δε θα μου ανοίξεις εμένα;» Ακούστηκε μόνο ένα παρατεταμένο ξεφύσημα.

«Ναι, ρε Μίλτο», είπε κι ο Γιάννης. «Δεν είχαμε κάτι μαζί σου, να γελάσουμε λίγο θέλαμε, γαμώτο».

«Ηλίθιε...» έκανε η κλειδωμένη πόρτα.

«Ναι, απλώς να γελάσουμε λίγο», συμφώνησε κι ο Χάρης. «Έτυχε να βρεθείς εσύ. Μην το παίρνεις προσωπικά». Η πόρτα συνέχισε να μην ανοίγει.

«Μωρό, άσε με να μπω», έκανε ναζιάρικα η Ρούλα. «Εγώ γελούσα μόνο επειδή γελούσαν κι οι άλλοι, αλήθεια σου λέω».

«Ναι, ναι, έτσι είναι», συμφώνησαν όλοι οι υπόλοιποι. «Εμείς την παρασύραμε».

«Μετά τους είπα: καλά, δε ντρέπεστε να τον βασανίζετε; Υποφέρει, δεν το καταλαβαίνετε; Αυτοί όμως τίποτα–»

«Εμείς όμως τίποτα».

«–γελούσαν όλη την ώρα. Κι εγώ τους είπα: πάψτε να παίζετε με την ευαισθησία του, πού να το ‘ξερε ο άνθρωπος, εντάξει, είναι λίγο αδέξιος, στο τέλος όμως καλά τα κατάφερε για ερασιτέχνης βιαστής και παραλίγο...». Η φωνή της κόπηκε από τα χάχανα κι όλοι μαζί ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια, ενώ η πόρτα τούς πετούσε κατάμουτρα τον κλειδωμένο της εαυτό.

«Κοίτα, ρε Μίλτο, πρέπει να μπορείς να καταλαβαίνεις πότε σταματάει το αστείο και πότε γίνεται σοβαρό», τόνισε αυστηρά η Κάτια μετά από λίγο. «Είσαι μια ολόκληρη μέρα κλεισμένος. Εντάξει, είπαμε να θυμώσεις, να πεισμώσεις, να μας τιμωρήσεις. Όμως το παρατραβάς πια και–»

«Εγώ το παρατραβάω;!» τσίριξε η πόρτα.

«–ήδη μπήκαμε σε τροχιά, σε είκοσι ώρες κατεβαίνουμε στον πλανήτη. Θα ‘πρεπε να ενδιαφερθείς λίγο περισσότερο, δε νομίζεις;»

«Ναι, ρε Μίλτο, βγες πια!» φώναξε ο Γιάννης. «Άντε, περασμένα – ξεχασμένα».

«Έχεις και κάποια καθήκοντα. Μήπως το κάνεις επίτηδες για να λουφάρεις;» ρώτησε η Κάτια.

«Ναι, χωρίς πλάκα τώρα, σήμερα έκανα διπλή βάρδια στο πιλοτήριο», γκρίνιαξε ο Γιάννης. «Και κόντεψε να με πάρει ο ύπνος».

«Κι εγώ δούλεψα σαν σκυλί στο θερμοκήπιο, λέμε. Ακόμα και την ανακύκλωση ούρων έκανα, χωρίς πλάκα», πετάχτηκε η Ρούλα.

«Έχασες, έπρεπε να τη δεις!»

«Χωρίς πλάκα!»

Έβαλαν όλοι τα γέλια κι έφυγαν. Μετά από λίγο η πόρτα μισάνοιξε, ο Μίλτος έβγαλε το κεφάλι του και κοίταξε το διάδρομο. Μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κανείς, προχώρησε με αποφασιστικές κινήσεις προς το ντοκ με τις σωστικές λέμβους. Στο χέρι του κρατούσε το Κομμουνιστικό Κοράνι.


Θα παρακολουθήσουμε άραγε την πρώτη προσεδάφιση σε κάποιον άγνωστο και ενδεχομένως επικίνδυνο πλανήτη; Πώς θα τα καταφέρει να επιβιώσει ο σύντροφος Μίλτος – αυτός, ένας Μεταφυσικός Αριστερός – μέσα σ’ ένα, κατά βάση, καπιταλιστικό Σύμπαν; Συνεχίζεται εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: