V. Διαγαλαξιακό Μπάσκετ

(συνέχεια από εδώ)

«Να πάρω μερικές λευκές σελίδες απ’ το ημερολόγιό σου;» ρώτησε ο Χάρης την Κάτια στην καμπίνα τους.

«Γιατί, τι τις θες;»

«Να, τίποτα σπουδαίο, έτσι για να γράψω κι εγώ κάτι. Είναι τόσο μεγάλο, εξάλλου, πώς θα το γεμίσεις;»

«Θες να φτιάξεις τράπουλα, ε;» Η Κάτια τον κοίταξε μ’ αυτό το βλέμμα που έλεγε: Για Κάνε Πως Απορείς Και Θα Καταλάβω Ότι Αυτό Είχες Στο Μυαλό Σου.

«Μα όχι, τι λες τώρα!» απόρησε ο Χάρης. «Όχι, σου δίνω το λόγο μου». Αυτό το τελευταίο ήταν λάθος, όμως το σκέφτηκε πολύ αργά: ο Χάρης έδινε το λόγο του μόνο όταν δεν είχε επιχειρήματα• και η Κάτια το ήξερε.

Στην καμπίνα πλάκωσε μία δυσάρεστη ατμόσφαιρα που ο Χάρης είχε ξαναζήσει συχνά. Συνήθως ακολουθούσαν ξεσπάσματα και φωνές, εντάσεως πολλών βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Πολύ περισσότερων απ’ όσους μπορούσε ν’ αντέξει.

«Σε βαρέθηκα πια!» ήρθε η έκρηξη της Κάτιας με την ισχύ ενός τσουνάμι. «Κι εσένα και τα χαρτιά σου και όλα! Όλα!» Έκανε μία παύση να πάρει ανάσα. «Βαρέθηκα την ίδια τη ζωή μου εδώ μέσα...»

«Θα φτάσουμε σύντομα, κάνε υπομονή» την παρηγόρησε ο Χάρης, ενώ σκεφτόταν τραπουλόχαρτα που συνδυάζονταν μεταξύ τους σε ζευγάρια και καρέ.

«...αυτόν τον κόπανο, τον Γιάννη, που τον τρώω στη μάπα κάθε μέρα στο πιλοτήριο...»

«Ναι, άμα μιλάει για μπάσκετ, δε σταματάει» είπε με κατανόηση ο Χάρης καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί αν το φουλ του οκτώ με άσους ή το φουλ του άσου με οκτάρια είναι το χαρτί του θανάτου.

«...και το χειρότερο απ’ όλα ξέρεις ποιο είναι;» φώναξε η Κάτια.

«Ποιο;» Το φουλ του άσου με οκτάρια.

«Οι σκατοσυνθετικές τροφές!» τσίριξε η Κάτια. «Τις σιχάθηκα!»

«Μη φωνάζεις, θα μας ακούσουν».

«Σκασίλα μου! Αν ξαναφάω αυτά τα ξεράσματα, θα τρελαθώ!»

«Σε λίγες μέρες θα 'χουμε σταφύλια. Σε παρακαλώ, ηρέμησε».

«Σιγά μην είναι σταφύλια!» ούρλιαξε η Κάτια. «Συνθετικά, άγευστα ξεράσματα... Χίλιες φορές μετάνιωσα που προσλήφθηκα στο Δημόσιο κι ήρθα σ’ αυτό το κωλοταξίδι!»

«Κάτια, ηρέμησε, κορίτσι μου. Μας βλέπει κόσμος. Πιες λίγο νερό».

«Δε γουστάρω να πίνω ανακυκλωμένα κάτουρα! Μπορεί να ‘ναι δικά σου ή αυτουνού του Γιάννη. Δε σας θέλω μέσ’ στο σώμα μου και μέσ’ στη ζωή μου... δεν τη θέλω τέτοια ζωή...» είπε και ξέσπασε σε κλάματα.

«Ε, μην τη θες», ήταν το μόνο που βρήκε να πει ο Χάρης. «Κατέβα στην άλλη στάση και γύρνα σπίτι σου». Ξεφύσηξε θυμωμένος και της γύρισε την πλάτη.

Η κοπέλα συνέχισε να κλαίει χωρίς να λέει τίποτα και ο Χάρης έμεινε με τις σκέψεις του. Το έργο το είχε ξαναδεί: στην αρχή η Κάτια είναι ενοχλημένη από κάτι, χωρίς να λέει από τι• κατόπιν βγάζει φωτιές και ουρλιάζει, τα μαλλιά της γίνονται φίδια και το βλέμμα της πετάει μαχαίρια• στο τέλος καταρρέει κλαίγοντας. Τότε μεταμορφώνεται στη γλυκιά Κάτια: έρχεται και ζητάει συγνώμη, δεν τολμάει να τον κοιτάξει στα μάτια, λέει ότι κατά βάθος τον αγαπάει. Αυτός τότε της λέει ότι δεν τρέχει τίποτα, το ξέρει ότι τον αγαπάει, και βυθίζονται σε ένα βαρετό σεξουαλικό όργιο για να γιορτάσουν τη συμφιλίωσή τους. Ο ίδιος την έβρισκε κουραστική όλη αυτή την τελετουργία, πολύ κακό για το τίποτα. Θα ήθελε το σεξ να έβγαινε συμπυκνωμένο σε χάπια. Δε θα ‘ταν κι άσχημα επίσης να έβγαινε κι η Κάτια συμπυκνωμένη σε χάπια• να εξατμίζονταν όλες οι υστερίες και οι εμμονές της, για να απομείνουν μόνο τα λίγα γραμμάρια καθαρής κατιοσύνης. Τι ήρεμος και ανθρώπινος θα ήταν ο γάμος τους, αν μπορούσε να την καταπιεί σε λίγα δευτερόλεπτα με ένα ποτήρι νερό!

Άσε που δε θα του πετούσε και τις τράπουλες, όπως τότε που τον τσάκωσε να ρίχνει πασέντζες –σιγά το έγκλημα, πια...

«Δε μου λες, διάβασες το ημερολόγιό μου;» είπε ξαφνικά η Κάτια σκουπίζοντας τα μάτια της.

«Όχι!» έκανε αυτός έντρομος.

«Σίγουρα;»

«Ούτε που το άνοιξα, σου δίνω το λόγο μου!»

«Καλά, δεν πειράζει. Αλήθεια. Δεν έχω μυστικά», απάντησε αυτή με ήρεμο τόνο. «Είδες μήπως εκεί που γράφω: μα τι του βρήκα αυτουνού του βλάκα και τον παντρεύτηκα;»

«Ο... όχι, δεν το είδα».

«Μου δίνεις το λόγο σου; Θες να ‘στο δείξω τώρα;»

Τον έσωσε ο συναγερμός. Ξαφνικά τα φώτα στην οροφή έγιναν κόκκινα και άρχισαν ν’ αναβοσβήνουν, ενώ μία άχρωμη ρομποτική φωνή από τα μεγάφωνα έψελνε συλλαβιστά: Βλά-βη.

«Τρέχα γρήγορα!» φώναξε η Κάτια, ενώ τιναζόταν όρθια. «Κουνήσου!»

Ο Χάρης έτρεξε για το πόστο του στον κινητήρα, ενώ η Κάτια έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση για τη γέφυρα. Μπήκε μέσα και βρήκε τον Γιάννη που είχε βάρδια. «Πορεία;» τον ρώτησε και κάθισε στη θέση δίπλα του.

Ο Γιάννης πάτησε τα κουμπιά που ενεργοποιούσαν τον υπολογιστή του σκάφους. «Κίνζι, αστρικός χάρτης!» είπε δυνατά για να κρύψει ένα χασμουρητό. Στην οθόνη μπροστά του εμφανίστηκε ένα σύννεφο από γαλάζιες κουκίδες διάσπαρτες σε ομάδες και αστερισμούς, ενώ ένα κινούμενο σημείο μέσα στο σύννεφο έλαμψε άσπρο υποδεικνύοντας τη θέση του Οδυσσέα.

«Δύο τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα έξω από τη ρότα / Ασήμαντος αριθμός σ’ ένα τόσο μεγάλο Σύμπαν / Όλα είναι σχετικά», πληροφόρησε ο Κίνζι.

«Τι τρέχει, γιατί ξεφύγαμε;» ρώτησε τον υπολογιστή η Κάτια. «Κάνε έναν έλεγχο σε όλα τα συστήματα του σκάφους».

Ο υπολογιστής στρώθηκε στη δουλειά και μετά από λίγο απάντησε: «Μία κακή επαφή; / Ένα χαλασμένο εξάρτημα; / Ο κινητήρας δεν αποκρίνεται».

«Έχουμε, εμμμ, γαμώ τις ταχύτητες... Ουάου!» έκανε ο Γιάννης συνειδητοποιώντας το νούμερο της ψηφιακής ένδειξης μπροστά του. «Αν δε δουλέψει ο κινητήρας γρήγορα, θα βγούμε απ’ το χάρτη. Πολλές αστρονομικές μονάδες έξω... Θα χαθούμε». Βλαστήμησε από μέσα του την ώρα και τη στιγμή που βρήκε ο κινητήρας να χαλάσει. Τόσες φορές είχε αποκοιμηθεί στη βάρδια του παλιότερα και δεν είχε γίνει τίποτα.

«Κίνζι!» φώναξε η Κάτια, «πόση ώρα έχουμε μέχρι να βγούμε απ’ το χάρτη;» Ένα παρόμοιο σύννεφο γαλάζιων κουκίδων εμφανίστηκε στη δική της οθόνη, με το σημείο του Οδυσσέα τώρα να βρίσκεται ακόμα πιο κοντά στην άκρη.

«Εκατόν τριάντα δευτερόλεπτα, ούτε ένα παραπάνω / Μεγάλος αριθμός για τέτοιες ταχύτητες / Ο χρόνος είναι χρήμα» δήλωσε ο υπολογιστής, ενώ την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Χάρη από τα μεγάφωνα:

«Εδώ κινητήρας. Ζημιά σε κύκλωμα. Εκτίμηση χρόνου επιδιόρθωσης: έξι λεπτά».

Οι δύο αστροναύτες έβλεπαν το σημείο του Οδυσσέα να πλησιάζει όλο και περισσότερο στα σύνορα του αγνώστου πέρα από το χάρτη. Η Κάτια έλπιζε να σκεφτεί κάτι ο Γιάννης, ο οποίος έλπιζε το ίδιο ακριβώς από αυτήν. Τελικά, ήταν η κοπέλα που πρότεινε: «Να κάνουμε μια πλάγια ώθηση για να έρθουμε στη ρότα μας».

«Καλά, επικοινωνείς; Με τέτοια ταχύτητα; Θα βγούμε απ’ το Γαλαξία!»

«Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα;»

«Όχι».

«Έχεις καμιά άλλη ιδέα, έτσι γενικά;»

«Ε... όχι».

«Είχες ποτέ στη ζωή σου ιδέες, για να ξέρεις περί τίνος πρόκειται;»

«Για να σου πω –».

«Δεθείτε όλοι!» φώναξε η Κάτια στο μικρόφωνο του σκάφους. «Πλάγια ώθηση σε είκοσι δευτερόλεπτα».

«Κάτια, γλυκιά μου, δε νομίζω ότι είναι, εεε… φρόνιμο αυτό».

«Δε σε βλέπω να δένεις τις ζώνες σου».

«Θα είναι σαν να χτυπάει η μπάλα στο στεφάνι. Και γαμώ τις γκέλες, σου λέω».

«Κίνζι», διέταξε η Κάτια, «θα δώσεις μια μικρή πλάγια ώθηση να μπούμε πάλι στη ρότα. Θα αναλάβεις το πιλοτάρισμα μέχρι να συνέρθουμε. Κοίτα μη μας ρίξεις σε καμιά μαύρη τρύπα».

«Ακούω και υπακούω / Γι’ αυτό κατασκευάστηκα / Ξέρω το ρόλο μου».

«Μπορεί ακόμα και να πεταχτεί έξω απ’ το γήπεδο. Φοβάμαι ότι –».

«Σκάσε!» του φώναξε η Κάτια. «Δέσου!»

«Μα τι έχεις πάθει σήμερα, γαμώ το κέρατό μου;...» γκρίνιαξε ο Γιάννης καθώς έδενε τις ζώνες του.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο υπολογιστής εκτέλεσε τις διαταγές. Και έδωσε μία μικρή πλάγια ώθηση στο σκάφος...

Ο Οδυσσέας εκσφενδονίστηκε στο σύμπαν με αντίδραση δυσανάλογα μεγάλη του ερεθίσματος, σαν κορυφαίος Γάλλος σεφ που ακούει τη λέξη ‘Μακντόναλτς’. Από καθαρή τύχη και μόνο δεν έπεσε σε κάποιο άστρο, ενώ όλοι οι αστροναύτες έχασαν τις αισθήσεις τους.

Πρώτη συνήρθε η Ρούλα στο θερμοκήπιο, νιώθοντας σαν να είχε περάσει από πάνω της μία επιλαρχία τεθωρακισμένων. Τι είχε συμβεί; Θυμήθηκε το σκοτάδι. Προσπάθησε να πάει λίγο πιο πίσω. Θυμήθηκε το φοβερό τράνταγμα και πήγε ακόμα πιο πίσω. Θυμήθηκε τον Μίλτο να καπνίζει ξαπλωμένος και κατάλαβε ότι πήγε πολύ πίσω. Θυμήθηκε μία πανικοβλημένη σκέψη: Μα θα βγούμε απ’ το Γαλαξία!... Γιατί το είχε σκεφτεί αυτό; Θυμήθηκε την εντολή της Κάτιας από τα μεγάφωνα.

Λύθηκε γρήγορα και άρχισε να τρέχει προς τη γέφυρα. Μπήκε μέσα τη στιγμή που η Κάτια άνοιγε τα μάτια της και ρωτούσε αδύναμα: «Τι έγινε;...»

«Πλάγια ώθηση. Καλά, δε θυμάσαι;» της απάντησε η Ρούλα βοηθώντας τη να λυθεί.

«Σοβαρά; Πού βρισκόμαστε; Ωχ, το κεφάλι μου...»

«Αλήθεια, ρε συ, πού;» είπε και η Ρούλα. Ο αστρικός χάρτης μπροστά της έδειχνε τελείως διαφορετικούς αστερισμούς από αυτούς που ήξεραν τον τελευταίο καιρό οι δύο κοπέλες. Η άσπρη κουκίδα του Οδυσσέα αναβόσβηνε μέσα τους σαν χαμένη Χιονάτη στο μεγάλο δάσος.
Μετά από λίγο μπήκε κι ο Μίλτος στη γέφυρα, μ’ ένα ύφος που δε σήκωνε αστεία. «Όλα καλά;» γρύλισε.

Είδε τις άλλες να πατάνε έξαλλες κουμπιά στην κονσόλα και να φωνάζουν στον υπολογιστή πανικοβλημένες. Η Κάτια γύρισε προς το μέρος του: «Φοβάμαι ότι χαθήκαμε... Ο Κίνζι δεν έχει ιδέα πού είμαστε».

Οι αστροναύτες κοιτάχτηκαν μέσα σε μία παγωμένη σιωπή. Η Κάτια θυμήθηκε το σπίτι της στη Γη και αναρωτήθηκε αν ποτίζει κάποιος τη γαρδένια της. Ο Μίλτος αναρωτήθηκε αν ήρθε η στιγμή να πραγματοποιηθούν τα όνειρά του με τους ακατοίκητους πλανήτες και τα πολλά παιδιά. Η Ρούλα ευχόταν να υπήρχε ένας πραγματικός άντρας να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

«Παιδιά, την έφτιαξα τη βλάβη. Μπορούμε να συνεχίσουμε κανονικά!» ακούστηκε η φωνή του Χάρη από τα μεγάφωνα.

Ο Γιάννης κοιμόταν ακόμα στη θέση του.


(συνεχίζεται εδώ)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Απολαυστικό! Με τις πρώτες σειρές του διαλόγου γέλασα πάρα πολύ.