XVI. RIP Greeks in Space!...

Ας ανακοινωθεί και επίσημα: το Greeks in Space! είναι νεκρό από καιρό... Έχασα τη συνέχεια μέσα στην αναστάτωση της "Σαμαρκάνδης" και δεν υπάρχει περίπτωση να την ξαναγράψω από μνήμης. Ό,τι έγραψα έγραψα στη ζωή μου, έκλεισα πλέον, φινίτο.

Πριν λίγες μέρες όμως ανακάλυψα στο Dropbox μερικά κειμενάκια αυτής της συνέχειας. Τα είχα ανεβάσει εκεί γιατί τα δούλευα τότε από δύο και τρεις Η/Υ, κι ορισμένα από αυτά ξεχάστηκαν στο Internet. Αυτό λοιπόν που μπορώ να κάνω είναι να σας προσφέρω μία διανθισμένη σύνοψη του τέλους, να μη μείνετε με την απορία - είναι και σχετικό με τις παρούσες δημοτικές εκλογές. Είχαμε αφήσει λοιπόν την πλοκή σε τέσσερα σημεία:

1) Στον εξωγήινο πλανήτη, ο Σούσι συναπαντήθηκε με μια αγέλη πιθηκοειδών και συμπτωματικά πυροδότησε σ’ αυτά μια διαδικασία ταχύρρυθμης εξέλιξης (εδώ).
2) Ο Μίλτος συνάντησε μια χελώνα μεγάλη σαν ελέφαντα, την καβάλησε κι αυτή ξεκίνησε να τον οδηγεί... κάπου (εδώ).
3) Στην Υπερβατική Πραγματικότητα, ο ΘτΕ και το Μούσι σχεδίαζαν μια κομπίνα με την εταιρεία ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε. Συγκεκριμένα, να την πουλήσουν σε μια Επενδυτική Επιχείρηση που αναπτύσσεται κι επενδύει σε Ελληνικές Πραγματικότητες, παρουσιάζοντας μια υποτιθέμενη καλή προσφορά στη δική τους Συνέλευση των Μετόχων, κρυφά όμως τα είχαν κάνει πλακάκια με τον Εργολάβο της αγοράστριας εταιρείας: έναντι ενός καλού μεριδίου, αυτός θα παρουσιάσει στο ΔΣ της επιχείρησής του μια υποτιθέμενα συμφέρουσα τεχνική μελέτη για την ανάπλαση των σκηνικών της ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε. – δηλαδή, της γνωστής μας Ελλάδας... Στο τέλος, ο ΘτΕ και το μούσι θα βουτήξουν τα χρήματα της πώλησης και θα την κοπανήσουν (εδώ).
4) Οι υπόλοιποι αστροναύτες στον Οδυσσέα ετοιμάζονταν κι αυτοί να προσγειωθούν στον εξωγήινο πλανήτη (εδώ).

Τι γίνεται παρακάτω:

Ο Μίλτος συναντά κάποιους ταξιτζήδες που τον πηγαίνουν στο στέκι τους. Διαπιστώνει ότι η χώρα, που ονομάζεται Λλάδα με πρωτεύουσα τη Θήνα, μοιάζει υπερβολικά πολύ με την Ελλάδα, στο πιο cyberpunk όμως. Οι ταξιτζήδες τον παγιδεύουν και τον πηγαίνουν αιχμάλωτο στον σατανικό ηγέτη της δημοτικής αντιπολίτευσης, τον Έλβε Νιζέλ, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί για την άφιξή του από τη Μαρτυρία του Τρελού Αρνητιστή (εδώ)

Ο Μίλτος κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε. Δεν ένιωθε πια τον κυματιστό καλπασμό της χελώνας, τον ενοχλούσε κι η τσιριχτή μουσική. Προφανώς το κτήνος θα είχε σταματήσει κάπου. Ίσως στον αφέντη του, ό,τι και να ήταν αυτός, ή στο μέρος που ήξερε να επιστρέφει πάντα. Με μια γενναία κίνηση, ο Μεταφυσικός Αριστερός άλλαξε πλευρό και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί.

Ένα δευτερόλεπτο μετά, είχε ανοίξει τα μάτια του. Είδε τη χελώνα να βόσκει τα φύλλα ενός χαμηλού κλαδιού από κάποιο δέντρο και δίπλα της...

...στέκονταν δύο αντρικές φιγούρες!

Ήταν άνθρωποι, χωρίς αμφιβολία. Ο ένας ήταν ψηλός και λεπτός, ενώ ο άλλος ήταν ένας παχουλός μεσήλικας. Είχαν ανοιχτό δέρμα, λεπτά μάτια με ίσια φρύδια σαν περισπωμένες και μακριά μαλλιά. Τα ρούχα τους ήταν από κάποιο ακαθόριστο υλικό, μάλλον ένα είδος μαλλιού, και τύλιγαν μονοκόμματα τα σώματά τους. Κρατούσαν κάποια περίεργα φλάουτα και έπαιζαν σκοπούς στη χελώνα, ενώ δεν έδειχναν να προσέχουν τον ξεβράκωτο επιβάτη στη ράχη της. Ο Μίλτος ζύγισε την κατάσταση και αποφάσισε ότι δεν υπήρχε λόγος να το βάλει στα πόδια ούτε να βάλει τις φωνές. Το μόνο πράγμα που έπρεπε να βάλει ήταν τα πράγματα στη θέση τους.

Πώς όμως θα επικοινωνούσε μαζί τους; Θα χρειαζόταν χρόνια να μάθει τη γλώσσα τους ή αυτοί τη δική του κι εντωμεταξύ θα έπρεπε να συνεννοηθεί με νοήματα. Θα τον καταλάβαιναν όμως; Θα ήταν άραγε συμβατή η ελληνική κουλτούρα του με την εξωγήινη δική τους; Μήπως οι χειρονομίες φιλίας θα εκλαμβάνονταν ως προτροπές άσεμνων πράξεων; Σηκώθηκε όρθιος κι έβαλε το πόδι του στην ανεμόσκαλα, τη στιγμή ακριβώς που η χελώνα έφτανε ένα ψηλότερο κλαδί και τον πετούσε από τη ράχη της. Κατέβηκε κουτρουβαλώντας τα τέσσερα μέτρα που τον χώριζαν από το έδαφος και βρέθηκε να κοιτάζει τους δύο άντρες ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς. Σήκωσε το δεξί του χέρι σε μία κίνηση χαιρετισμού.

Αυτοί τον μούντζωσαν κεφάτα και ξαναγύρισαν στη μουσική τους.

Ο Μίλτος έμεινε για λίγο να τους κοιτάει, μετά στάθηκε στα πόδια του αργά, «εγώ φίλος», είπε, «φίλος», δείχνοντας τον εαυτό του και αρθρώνοντας μία-μία τις συλλαβές.

Ο ψηλός άντρας έβγαλε το φλάουτο από το στόμα του. «Κι εμείς ταξιτζήδες-ταξιτζήδες».

Ο Μίλτος έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα για τρίτη φορά εκείνο το απόγευμα. Εξωγήινοι που μιλούν ελληνικά! Βέβαια, ο ίδιος είχε δει πολλές ταινίες Επιστημονικής Φαντασίας του εικοστού αιώνα με τον ξανθό γήινο που φτάνει στον άγνωστο πλανήτη και τον χαιρετά η εξωτική καλλονή στη γλώσσα του, όλοι όμως οι κριτικοί συμφωνούσαν πως οι ταινίες αυτές ήταν χαμηλού επιπέδου και μηδαμινής καλλιτεχνικής αξίας. Όμως να που συνέβαινε στ’ αλήθεια! (αν και χωρίς τις εξωτικές καλλονές). Ήταν η ίδια η πραγματικότητα άραγε χαμηλού επιπέδου και μηδαμινής καλλιτεχνικής αξίας;

Η χελώνα, όλη αυτήν την ώρα, έτρωγε τα φύλλα του δέντρου με βουλιμία αδιαφορώντας για τις διαπολιτιστικές επαφές που λάβαιναν χώρα δίπλα της.

«Εμ, κοιτάξτε…» είπε ο Μίλτος. «Είμαι ξένος εδώ, μόλις έφτασα και, εεεεε, χρειάζομαι λίγες πληροφορίες. Κάποια καθοδήγηση, ας πούμε».

«Αυτό είναι ρε, το πέτυχες επιτέλους!» φώναξε ο κοντότερος άντρας στον άλλον που κατάφερε να παίξει έναν ιδιαίτερα μπάσο σκοπό.

«Πολύ μανίκι αυτές οι χαμηλές οκτάβες…»

«Συνέχισε. Τώρα που το ‘πιασες, παίξ’ το μέχρι να το μάθεις. Μη σου ξεφύγει άλλη φορά το ταξί».

«Μήπως θα μπορούσατε να με πάτε στο χωριό σας, στην πόλη σας, στον πολιτισμό σας τέλος πάντων;» ζήτησε ο Μίλτος που ακόμα δεν πίστευε ότι μιλούσε ελληνικά σε εξωγήινους.

Ο κοντός άντρας τον κοίταξε εξεταστικά. «Να υποθέσω ότι δεν έχεις λεφτά-λεφτά».

«Ε… όχι. Τι λεφτά έχετε εσείς εδώ; Όχι, δε νομίζω».

«Καλά. Δεν πειράζει, ρε φίλε-φίλε. Θα μου τα χρωστάς». Ο άντρας γύρισε στον ψηλό: «Έλα, ρε 12, γυρνάμε στην πιάτσα!» του είπε κι ο άλλος σκαρφάλωσε αμέσως στη χελώνα. «Πάμε πίσω στο στέκι μας, την Κλεπτομανία» εξήγησε ο κοντός στον Μίλτο. «Μήπως θες να ρίξεις κάτι πάνω σου;».

Ο κοντός ανέβηκε την ανεμόσκαλα και κάθισε σταυροπόδι στο καύκαλο δίπλα στον συνάδελφό του. Έψαξε κάτω από τις φλοκάτες των πάγκων μέχρι που ξετρύπωσε μια φόρμα φτιαγμένη από το ίδιο υλικό με τα ρούχα του και την πέταξε στον Μίλτο. Ήταν τελικά ένα είδος μαλλιού, ζεστό αλλά ευχάριστο, αποφάνθηκε ο Μεταφυσικός Αριστερός. Ντύθηκε, ανέβηκε στη χελώνα και κάθισε σε έναν πάγκο βολεύοντας δίπλα του τον πολύτιμο σάκο με τα μοναδικά του αγαθά: τον Ηλεκτροσυνδικαλιστή και το Κομμουνιστικό Κοράνι. Ο ψηλός άντρας έπαιξε μια απλή μελωδία με τρεις νότες κι η χελώνα ανασηκώθηκε. Μια άλλη πιο περίπλοκη μελωδία την έκανε να στρίψει και να πάρει ένα δρομάκι μέσα στο δάσος τριποδίζοντας χαριτωμένα.

«Η χελώνα υπακούει στη μουσική;» ρώτησε ο Μίλτος.

«Φυσικά. Αρκεί να μην κάνεις λάθη, όπως ο 12 από δω. Είναι καινούργιος, δεν το ‘χει ακόμα» εξήγησε ο κοντότερος. O 12 έβγαλε το φλάουτο από το στόμα του για να πει κάτι, όμως η χελώνα άρχισε να επιταχύνει κι ο ταξιτζής βιάστηκε να ξαναπαίξει πάλι την προηγούμενη μελωδία. Η χελώνα έκοψε ταχύτητα κι ο κοντός συνέχισε: «Του ξέφυγε το ταξί και το ψάχναμε όλο το πρωί. Πάλι καλά που το βρήκες και μας το ‘φερες. Ευχαριστούμε πολύ, ρε φίλε-φίλε».

«Παρακαλώ» απάντησε ο Μίλτος ενώ σκεφτόταν ότι στην πραγματικότητα το ταξί έφερε εκείνον. Το κτήνος συνέχισε το δρόμο του καλπάζοντας μέσα από πράσινα λιβάδια, πρασινοντυμένα ρέματα, πρασινισμένες πλαγιές, καταπράσινους λόφους και σμαραγδένιες κοιλάδες. Το δάσος με τα ψηλά δέντρα είχε μείνει για τα καλά πίσω τους, οι τρεις άντρες βρέθηκαν σε μια πλατιά έκταση που απλωνόταν σχεδόν από τη μία άκρη του ορίζοντα ως την άλλη. Λίγες σποραδικές πινελιές από μοναχικά λουλούδια σπίλωναν εδώ κι εκεί την πράσινη τελειότητα του απέραντου χλοοτάπητα κι ο Μεταφυσικός Αριστερός έμεινε να κοιτάζει γεμάτος θαυμασμό.

«Δε μου είπες τ' όνομά σου», ρώτησε σε κάποια στιγμή τον κοντότερο ταξιτζή, όταν κατάφερε να ξαναβρεί τη μιλιά του.

«Εγώ είμαι ο 235».

«Χάρηκα, 235. Τι λέει, πώς πάει η ζωή;».

«Καλά, δεν έχω παράπονο. Πετυχαίνω τις τρύπες μου».

Διέσχισαν ένα ποτάμι από μια πέτρινη γέφυρα και βγήκαν σε έναν φαρδύ δρόμο. Σε λίγο άρχισαν να προσπερνούν και ανθρώπους, ντυμένους επίσης με παρόμοια μάλλινα υφάσματα, που περπατούσαν νωχελικά συζητώντας μεταξύ τους και δεν έδιναν πολλή σημασία στην περαστική χελώνα. Τους ακολουθούσαν πάντα κάποιοι σκυφτοί πίθηκοι διατηρώντας μια σταθερή απόσταση και κουβαλώντας περίεργες μακριές τσάντες – ο Μίλτος θυμήθηκε εκείνο το πιθηκοειδές στο δάσος κι αναγνώρισε το είδος. Σε κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν με μια άλλη χελώνα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Οι οδηγοί έβγαλαν τα φλάουτα από το στόμα τους, αλληλομουντζώθηκαν, αντάλλαξαν στα γρήγορα μερικές φιλικές βρισιές και συνέχισαν το δρόμο τους.

«Γιατί χαιρετιέστε έτσι;» ρώτησε ο Μίλτος.

«Η παράδοση της θρησκείας» εξήγησε ο 235. «Τα πέντε δάχτυλα, οι πέντε κορυφές του Μεγάλου Πενταγώνου – του Θεού, δηλαδή».

«Ο Θεός σας είναι ένα γεωμετρικό σχήμα;».

«Ο Θεός είναι ένας, δεν υπάρχει ‘Θεός μας’ και ‘Θεός σας’. Για να γίνει όμως κατανοητός στον περιορισμένο ανθρώπινο νου, ο Άναρχος και Άκτιστος φανερώθηκε έτσι πριν πολλούς αιώνες στους αληθινούς πιστούς του». Είδε ότι ο Μίλτος τον παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και συνέχισε: «Ήταν σ’ εκείνες τις προϊστορικές εποχές. Η Λλάδα πολεμούσε με μία γειτονική φυλή απίστων –»

«Πώς λέγεται η χώρα σας; Λάδα;»

«Ναι, δύο λάμδα. Λλάδα. Πολεμούσε λοιπόν με μια φυλή απίστων κι ο κόσμος πεινούσε γιατί ο πόλεμος κρατούσε χρόνια χωρίς κανένας να νικά. Οι δύο στρατοί ήταν τελείως ισοδύναμοι. Ο Θεός όμως δεν ξέχασε τον εκλεκτό λαό του και φανερώθηκε ένα βράδυ σε έναν ιερέα με μορφή πενταγώνου. Οι εποχές εκείνες ήταν τελείως πρωτόγονες, μιλάμε, ο τροχός δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, όλοι είχαν φτάσει μέχρι το τετράγωνο. Ο ιερέας μίλησε για το όραμά του, οι τεχνικοί πρόσθεσαν μία ακόμα γωνία στις ρόδες των πολεμικών κάρων κι οι Λληνες απέκτησαν αποφασιστικό πλεονέκτημα στα μεταφορικά τους μέσα. Έτσι κέρδισαν τον πόλεμο».

Είδαν κι άλλες περαστικές χελώνες, είτε με πολλούς επιβάτες στη ράχη τους είτε με έναν μοναδικό οδηγό, προφανώς ΙΧ αυτές οι τελευταίες. Λίγο αργότερα φάνηκαν και κάποια απροσδιόριστα οικοδομήματα που πλήθαιναν ολοένα και περισσότερο – ο Μίλτος κατάλαβε ότι πλησίαζαν σε αστικό περιβάλλον. Ο ψηλός σφύριξε ξαφνικά μια διαφορετική μελωδία στο φλάουτο, η χελώνα έστριψε και κατευθύνθηκε σε ένα από αυτά τα οικοδομήματα.

Φτάσανε σε ένα σπίτι κακοφτιαγμένο σαν καλύβα ή σε μια καλύβα καλοφτιαγμένη σαν σπίτι. Είχε πέντε βαθουλωτούς τοίχους από κάποιο ασπριδερό υλικό και μια μπροστινή αυλή, στην οποία βοσκούσαν κάποιες παρκαρισμένες χελώνες. Συστάδες δέντρων οριοθετούσαν τις πλευρές της και ξεχώριζαν το γρασίδι της υπόλοιπης κοιλάδες από το απαράλλαχτο γρασίδι της αυλής. Στο πίσω μέρος υπήρχε μια μεγάλη προέκταση – αποθήκη μάλλον ή στάβλος ή και τα δύο μαζί. Αμέτρητοι πίθηκοι πηγαινοέρχονταν εδώ κι εκεί κουβαλώντας διάφορα πράγματα, ενώ δίπλα στην εξώπορτα της αυλής υπήρχε μια ξύλινη ταμπέλα με την επιγραφή Κλεπτομανία – στα ελληνικά.

«Εδώ είμαστε», είπε ο 235 και ξεπέζεψε με ένα μελετημένο σάλτο περιμένοντας τον Μίλτο να κάνει το ίδιο. «Το φαγητό πρέπει να ‘ναι έτοιμο», σχολίασε μυρίζοντας τον αέρα. Ο Μεταφυσικός Αριστερός τον μιμήθηκε καταφέρνοντας να μη χτυπήσει κι ο 12 πήρε τη χελώνα για παρκάρισμα.

Από τη χαμηλή πόρτα του χτίσματος βγήκε μία κοντή γυναίκα με ασουλούπωτο σώμα και γωνιώδες πρόσωπο, που θύμιζε σακί γεμάτο πατάτες. Είδε τους δύο άντρες και τους μούντζωσε. Ο 235 τής ανταπέδωσε τη μούντζα. «Όι!» φώναξε κι έδειξε τον Μίλτο, «βάλε ακόμα ένα πιάτο!». Η γυναίκα παρατήρησε για λίγα δευτερόλεπτα το νεοφερμένο, στράφηκε σ' έναν πίθηκο δίπλα της, κάτι του είπε κι αυτός βιάστηκε να φύγει σκουντουφλώντας.

Η Κλεπτομανία ήταν ένας μάλλον μικρός χώρος με εντελώς cyberpunk ατμόσφαιρα. Μέσα του στριμώχνονταν ένα τσούρμο ταξιτζήδες που ταυτόχρονα έτρωγαν, έπιναν, φώναζαν και τσακώνονταν πάνω από μακριές ξύλινες τάβλες. Ο καπνός από τα τσιγάρα γέμιζε το χώρο, ενώ τρεις πίθηκοι μπαινόβγαιναν συνέχεια φέρνοντας ποτά, μεζέδες, αδειάζοντας τασάκια και μεταφέροντας τους τραυματίες. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από επιγραφές κι από διάφορα ξεφτισμένα διακοσμητικά με θέμα τη χελώνα. Υπήρχαν δύο πελώριοι χάρτες που κάλυπταν τον ανατολικό τοίχο κι ο Μεταφυσικός Αριστερός προχώρησε να τους μελετήσει. Ο ένας έδειχνε, σε άγνωστη κλίμακα, μία χώρα που έμοιαζε πολύ με την Ελλάδα. Ανησυχητικά πολύ. Ο Μίλτος ξεροκατάπιε και κράτησε την αναπνοή του. Όλο το κεντρικό τμήμα της χώρας φαινόταν πεδινό και καλυπτόταν από μία πράσινη μουτζούρα, προφανώς δάσος. Χοντρές γραμμές, προφανώς δρόμοι, τη διέσχιζαν από άκρη σ’ άκρη. Τα νησιά ήταν λιγότερα κι η ‘Χαλκιδική’ πιο λεπτοκαμωμένη, η ‘Πελοπόννησος’ γεμάτη με νορβηγικά φιόρδ, πολλά βουνά απουσίαζαν, το ίδιο κι ένα ποτάμι έξω από τη Θεσσαλονίκη – Γαλλικός, Αξιός, Λουδίας, ο Μίλτος πάντα τα μπέρδευε – ο ‘Παγασητικός’ ήταν λίμνη, όπως κι η λιμνοθάλασσα του ‘Μεσολογγίου’, το ‘Λαγονήσι’ είχε γίνει όντως νησί... Υπήρχαν και κάποιες άλλες απροσδιόριστες διαφορές, τελικά όμως αυτό που έβλεπε ήταν ένας χάρτης μιας cyberpunk Ελλάδας.

Ο δεύτερος χάρτης απεικόνιζε μια αχανή πόλη με ατέλειωτους δαιδαλώδεις δρόμους. Όπως ο μαγνήτης διατάσσει τα ρινίσματα του σιδήρου αξονικά γύρω από τους πόλους του, έτσι κι ο λαβύρινθος των δρόμων έμοιαζε να είναι διατεταγμένος γύρω από ένα εμφανώς μεγάλο κτίριο στο κέντρο της. «Το Δημαρχείο» είπε ο 235 δίπλα του καρφώνοντας με το δάχτυλο το κτίριο, «η Θήνα» έκανε κατόπιν μουντζώνοντας την πόλη, «η Λλάδα» κατέληξε κάνοντας ένα νεύμα στη χώρα του διπλανού χάρτη.

«Και πού είμαστε εμείς τώρα;».

«Εδώ». Ο 235 έδειξε ένα σημείο λίγο έξω από την πόλη, λίγο πιο πέρα από εκεί που άρχιζαν τα πρώτα σπίτια. Κάπου στον ‘Ασπρόπυργο’.

Η κουβέντα κόπηκε από τη φασαρία που έκαναν οι πίθηκοι-σερβιτόροι, καθώς εισέβαλλαν φορτωμένοι με καινούργια πιάτα και ποτήρια. Ο 235 κάθισε αμέσως σ’ ένα κάθισμα, το ίδιο και ο 12 που μόλις είχε καταφτάσει. Ο Μίλτος θυμήθηκε ότι πεινούσε και τους ακολούθησε. Σύντομα είχαν μπροστά τους πιάτα με κάποιο πηχτό ζουμί και ποτήρια με κάτι σαν μπύρα. Πέσανε όλοι με τα μούτρα στο φαγητό – εκτός από τον Μίλτο, που κοίταξε το πιάτο του δύσπιστα. «Χελωνόσουπα», του είπε ο 235 και του έκανε μία χειρονομία ‘φάε, άντε’. Ο Μεταφυσικός Αριστερός βύθισε το κουτάλι του στο βαθύ πιάτο και το έβγαλε γεμάτο με λαδοπράσινο υλικό. Το δοκίμασε προσεκτικά. Ασυνήθιστη και κάπως λασπερή γεύση, αποφάσισε. Ερπετοειδής.

Για αρκετή ώρα ακούγονταν μόνο οι ήχοι του φαγητού. Οι δύο ταξιτζήδες έμοιαζαν να βρίσκουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη σούπα τους παρά στον ξένο με το παράξενο όνομα που μπήκε ξαφνικά στη ζωή τους. Μετά από πολλά πιάτα και μπόλικη μπύρα, οι δύο ταξιτζήδες σηκώθηκαν από την τάβλα ενώ ο Μίλτος έγειρε πίσω στο κάθισμα ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Το βλέμμα του περιέτρεξε τους ασπριδερούς τοίχους της αίθουσας και ξαφνικά κατάλαβε το υλικό τους: καύκαλο χελώνας. Φαίνεται ότι οι εργολάβοι της Λλάδας χρησιμοποιούσαν τις τερατοχελώνες για δομικό υλικό… Αλλά και οι μάγειρες τις χρησιμοποιούσαν για τροφή, οι ταξιτζήδες για μεταφορικό μέσο… Χελωνική οικονομία, σκέφτηκε ο Μεταφυσικός Αριστερός και αναρωτήθηκε σε ποιο στάδιο εξέλιξης βρισκόταν η κοινωνία αυτής της τόσο περίεργα ελληνότροπης χώρας. Χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες για τα μέσα παραγωγής και την ιδιοκτησία τους, για το προλεταριάτο και την αλλοτρίωσή του, για τις καρμικές σχέσεις ανάμεσα στο λαό και στις εξουσιαστικές ελίτ. Αλλά και για την οικονομία της Λλάδας. Θα έπρεπε να συγκέντρωνε πολύ υλικό ακόμα για να μπορέσει, με το Κομμουνιστικό Κοράνι, να σχεδιάσει ένα προσχέδιο επαναστατικής διαφώτισης των μαζών.

Όχι ακόμα όμως, πρώτα έπρεπε να χωνέψει το φαγητό. Ήπιε μια γουλιά από την μπύρα και χάιδεψε αφηρημένα το σάκο. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο χώρο της αίθουσας και κατέληξε σε μία ταμπέλα στον απέναντι τοίχο που έγραφε με μεγάλα γράμματα: ‘Η Ιδιοκτησία Είναι Κλοπή’.

Είδε μια μικρότερη ταμπέλα κάτω από αυτήν που δεν την είχε αντιληφθεί προηγουμένως. Χρειάστηκε να ανασηκωθεί λίγο στην καρέκλα του για να διαβάσει: ‘Όλα Είναι Υπό Καθεστώς Κλοπής’.

Πρόσεξε και μια πιο μικρή ταμπέλα ακόμα χαμηλότερα από τις άλλες, στο ύψος περίπου της κοιλιάς του. Σηκώθηκε, πήγε ως τον τοίχο και τη διάβασε: ‘Μην Εμπιστεύεστε Τίποτα, Ούτε Καν Αυτή Την Ταμπέλα’.

Παρατήρησε και μια τέταρτη ταμπέλα λίγο πάνω από το πάτωμα. Σχεδόν διπλώθηκε στα δύο για να μπορέσει να διακρίνει τα μικροσκοπικά της γράμματα: ‘Όσο Διαβάζεις, Κάποιος Σε Κλέβει’. Εκείνη τη στιγμή ήταν που συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε το βάρος του σάκου στον ώμο του• το λουρί είχε κοπεί και κάποιος έτρεχε με μεγάλες δρασκελιές προς την πόρτα.

«Ε! Σταμάτα, ρε! Σταματήστε τον!».

Κανένας δε φάνηκε να δίνει σημασία. Ο Μίλτος πετάχτηκε πίσω από τον κλέφτη, βγήκε στην αυλή με τις παρκαρισμένες χελώνες και κοίταξε γύρω του. Είδε μια φιγούρα να τρέχει προς ένα μακρινό υπόστεγο και την αναγνώρισε αμέσως: ήταν ο 12, ο ψηλός ταξιτζής. Ο Μεταφυσικός Αριστερός ρίχτηκε πίσω του, καθώς τον έβλεπε να εξαφανίζεται μέσα στο υπόστεγο, τρομάζοντας τους πανταχού παρόντες πιθήκους που έσπευσαν να εξαφανιστούν ουρλιάζοντας. Έφτασε στο υπόστεγο και είδε δύο χελώνες να μαδάνε τα φύλλα από κάποια δεμάτια με κλαδιά που τους είχαν κρεμάσει από τη σκεπή. Πουθενά ο 12.

Ο Μίλτος όρμησε ανάμεσα από τα κτήνη, έφτασε στην άλλη άκρη του υπόστεγου και δεν είδε τίποτα άλλο παρά μόνο τις δύο τεράστιες χελωνοουρές. Ξαναγύρισε πίσω λαχανιασμένος, στάθηκε μια στιγμή, μετά έπεσε στο χορτάρι και κοίταξε κάτω από τις χελώνες: είδε ένα ζευγάρι μπότες στην άλλη μεριά του υπόστεγου. Άρχισε να σέρνεται στα τέσσερα με το κεφάλι του να χτυπάει πού και πού στην κοιλιά των χελώνων, ελπίζοντας τα κτήνη να μην έχουν κάποια ξαφνική έμπνευση να κάτσουν στ’ αυγά τους. Οι μπότες έρχονταν όλο και πιο κοντά. Πέρασε κάτω από την μια χελώνα, κατόπιν από την άλλη, συσπειρώθηκε, και μ’ ένα σάλτο άρπαξε τις μπότες με δύναμη για να πετάξει κάτω αυτόν που τις φορούσε.

Βρέθηκε να κρατάει δυο άδειες μπότες. Την επόμενη στιγμή, ένα χτύπημα στο κεφάλι τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του. Ο 12 προσγειώθηκε από την ανεμόσκαλα στη ράχη της χελώνας. Στο χέρι του κρατούσε ένα χοντρό ραβδί.

Ο Οδυσσέας προσγειώνεται στον εξωγήινο πλανήτη. Οι αστροναύτες κατεβαίνουν και τους υποδέχεται ο Δήμαρχος της Λλάδας, Μέτακ Σας, ορκισμένος εχθρός του σατανικού Έλβε Νιζέλ.

«Ρε, που να πάρει και να σηκώσει, τι το θες τώρα το κραγιόν;!» φώναξε ο Γιάννης.

«Έλα, έλα, μισό λεπτουδάκι λέμε…» νιαούρισε η Ρούλα καθώς έκανε φύλλο και φτερό το χώρισμα με τα προσωπικά της είδη κι έστελνε μία βροχή από αντικείμενα επάνω στο κρεβάτι της καμπίνας τους: βούρτσα, γούνινες παντόφλες, κομπιουτεράκι με ροζ κουμπιά και κολλημένα στρας, πούδρα, τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, γάντια, έξι περιοδικά μόδας, έξι μπουκαλάκια με μία δόση κρέμα (δώρο περιοδικού), γαλάζιες χάντρες, βραχιόλια, κατευναστική για το άγχος μπαλίτσα που την πιέζεις και κάνει γκλιν-γκλον, ωτοασπίδες, νάιλον σκουφί για το μπάνιο, σετ κραγιόν, χαρτομάντιλα, παυσίπονα… σετ κραγιόν; «Νάτο!»

Ο Γιάννης μούγκρισε κάτι ακαθόριστο καθώς έβλεπε τη Ρούλα να κάθεται μπροστά στον καθρέφτη, να περνάει πρώτα τα χείλη της με μολύβι, κατόπιν με ένα πινελάκι αργά και προσεκτικά, και μετά από πολλή ώρα να μαγκώνει ένα χαρτομάντιλο ανάμεσά τους. Ξέσπασε μόνο στο τέλος, όταν την άκουσε να αναρωτιέται αν πρέπει να βάλει και lip gloss. «Σώνε, ρε κορίτσι μου! Μας γκάστρωσες πια και… και…»

«Εντάξει, δε βάζω lip gloss. Εντάξει λέμε! Ικανοποιήθηκες;»

«Είσαι σοβαρή, ρε Ρούλα; Μια ώρα έχουμε που προσγειωθήκαμε κι εσύ στολίζεσαι; Πότε θα κατεβούμε κάτω, πότε θα συναντήσουμε αυτούς τους εξωγήινους; Ο Χάρης κι η Κάτια είναι έτοιμοι, εμάς περιμένουν, ενώ εσύ… μα τι κάνεις τώρα;»

Η κοπέλα ξεκούμπωσε τα πάνω κουμπιά της φόρμας της και μελέτησε το αποτέλεσμα στον καθρέφτη. Τράβηξε με τα χέρια της λίγο περισσότερο το άνοιγμα και τέντωσε τη φόρμα προς τα κάτω. Απομάκρυνε τα μαλλιά της, συλλογίστηκε λίγο, και με μία γενναία κίνηση ξεκούμπωσε άλλα τρία κουμπιά δίνοντας στην εικόνα της ένα τζακ-ποτ στήθους. «Μισό, τελειώνω».

«Για στριπτήζ ετοιμάζεσαι;»

«Έλα, μη λες χαζά». Πήγε να ξεκουμπώσει άλλο ένα κουμπί, όταν όμως έκανε πρόβα σκύβοντας μπροστά, μετάνιωσε και το άφησε. «Είμαι ρέντι!»

«Ρέντι για να πηδηχτείς με τους εξωγήινους; Όπως έκανες και στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ;»

«Τζιζ, τζιζ, πιπέρι. Άσ’ τις βλακείες και–»

«Εσύ ν’ αφήσεις τις βλακείες! Έχουμε προσγειωθεί σ’ έναν άγνωστο πολιτισμό, εξωγήινο, μέσα σε κάτι που μοιάζει με πόλη, δεν ξέρουμε τι μας περιμένει εκεί έξω κι εσύ τι κάνεις; Στολίζεσαι και–»

«Άκου, Γιάννη–»

«–δε φοράς εσώρουχα και πετάς έξω τα–»

«Σκάσε!» Η Ρούλα είχε κατακοκκινίσει. «Σκάσε επιτέλους! Χειρότερος κι απ’ τον Μίλτο γίνεσαι! Έχω υπογράψει σύμβαση, παιδάκι μου, είναι απαράβατος όρος».

«Να δείξεις στήθος και μπούτι;»

«Μέχρι ρώγα και μπικίνι. Αυξημένη μοριοδότηση με δυνατότητα ιεραρχικής εξέλιξης, έτσι προβλέπεται. Κοίτα, Γιάννη, δε θα παραμείνω μια ζωή εγώ με σύμβαση αορίστου χρόνου. Θέλω να μονιμοποιηθώ. Θέλω δυνατότητα ιεραρχικής εξέλιξης».

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε το κεφάλι του Χάρη στην πόρτα της καμπίνας: «Άντε, ρε παιδιά! Ακόμα δεν είσαστε – ωχ, Ρούλα συγνώμη, φεύγω να σ’ αφήσω να ντυθείς».

«Ντυμένη είμαι» διευκρίνισε η Ρούλα και σηκώθηκε όρθια. Ο Γιάννης την ακολούθησε μουρμουρίζοντας και βγήκαν από την καμπίνα, με τον Χάρη να έρχεται πίσω τους. Βρήκαν την Κάτια να τους περιμένει μπροστά στην κλειστή θύρα εξόδου. Η Ρούλα δεν την άφησε να κάνει την παρατήρησή της μόλις την είδε, μία παρατήρηση με τις λέξεις: Πανουργία – Αντρών – Μετατρέπουν – Γυναίκες – Σε – Αντικείμενα – Σεξ, και όλοι μαζί οι τέσσερις ετοιμάστηκαν για τη θριαμβευτική τους έξοδο στο εξωγήινο μέρος. Μπορούσαν, έστω και πνιχτά, ν’ ακούσουν φωνές και ακαθόριστους ήχους από το πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω από τον Οδυσσέα, μαζί με το βούισμα των υδραυλικών της πτυσσόμενης σκάλας που αυτή τη στιγμή ξεδιπλωνόταν έξω.

«Κοντά μου όλοι, μην απομακρυνθεί κανένας», είπε ο Γιάννης.

Προηγουμένως είχαν μαζευτεί όλοι τους στη γέφυρα του Οδυσσέα και είχαν ζητήσει από τον Κίνζι όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για τον εξωγήινο αυτό πολιτισμό. Δεν κατάλαβαν όμως πολλά πράγματα όταν ο υπερυπολογιστής διέγνωσε ότι πρόκειται για μία ιδιαζόντως ελληνότροπη χώρα, με  γκολφική κουλτούρα, χελωνική οικονομία και πιθηκίσιο προλεταριάτο. 

«Προλαβαίνω να πάω να πάρω ένα τσιμπιδάκι για τα μαλλιά μου;» ρώτησε η Ρούλα.

Η θύρα άνοιξε.

Είδαν όλοι τους ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρωμένο απ’ έξω, να παρακολουθεί. Περιμετρικά, μπορούσαν να δουν κι ορισμένες τεράστιες χελώνες. Κάτι πιθηκοειδή πηγαινοέρχονταν συνεχώς ανάμεσα στους ανθρώπους του πλήθους. Βρίσκονταν προφανώς μέσα σε μία μεγάλη πόλη, ο Οδυσσέας είχε προσγειωθεί σε μία μεγάλη πλατεία.

Οι αστροναύτες κατέβηκαν διστακτικά τη σκάλα και πάτησαν το έδαφος. Το πλήθος παραμέρισε ελαφρά. Τα πιθηκοειδή εξαφανίστηκαν από μπροστά τους. Επικράτησε μία σύντομη σιωπή, ούτε οι αστροναύτες ούτε κανένας άλλος δεν έλεγε τίποτα. Σε κάποια στιγμή, το πλήθος χώρισε και ξεπρόβαλε ένας κοντούλης, παχουλός τύπος. "Είμαι ο Δήμαρχος της Λλάδας" είπε. "Σας καλωσορίζω στην όμορφη χώρα μας. Το όνομά μου είναι Σας. Μέτακ Σας".

Οι αστροναύτες διαπιστώνουν ότι όλοι στην Λλάδα παίζουν γκολφ, το οποίο μάλιστα περιβάλλεται με θρησκευτικό χαρακτήρα, ενσωματωμένο στη λατρεία του Μεγάλου Πενταγώνου, και ιερό κέντρο τον Ναό της 19ης Τρύπας. Μέσα σ' αυτόν υπάρχει ένα μεγάλο βάραθρο (η "19η Τρύπα"), όπου οτιδήποτε πέφτει μέσα του, θεωρείται ότι πηγαίνει κατευθείαν στον Θεό, το Μεγάλο Πεντάγωνο. Κάθε Κυριακή, οι Λληνες πηγαίνουν στον Ναό και κάνουν προσφορές με μπαστούνια και μπαλάκια στο Μεγάλο Πεντάγωνο. Όλος ο πλανήτης μάλιστα αποτελεί ένα τεράστιο γήπεδο γκολφ.

Εδώ σκόπευα να κολλήσω δύο κείμενα που είχα δημοσιεύσει παλιότερα, την Εργολαβία (εδώ) και το Χρονοντούλαπο της Ιστορίας (εδώ).

Κι έρχεται η μεγάλη αποκάλυψη: μόλις ο Εργολάβος πάρει το μερίδιό του, υποβάλλει την τεχνική μελέτη και ολοκληρωθεί η πώληση της ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε., η Επενδυτική Επιχείρηση θα οργανώσει ανάπλαση των σκηνικών (δηλ, τη γνωστή μας Ελλάδας) και διαμόρφωσή τους σε γήπεδο γκολφ...


«Κατ’ αρχήν, να δούμε τις χωματουργικές εργασίες. Ετούτα εδώ τα μπάζα–»

«Η Πίνδος».

«–όπως λέγονται, δε μ’ ενδιαφέρει. Θα ισοπεδωθούν. Ίσως αφήσουμε λίγες λοφοσειρές, ίσως, θα το δούμε, όμως θα πρέπει οπωσδήποτε να απομακρυνθούν κάποια κυβικά χιλιόμετρα βράχου & εδάφους. Μερικά εκατομμύρια».

«Μάλιστα».

«Όσο για τις άλλες εδαφικές ανωμαλίες… Πώς λέγεται τούτο εδώ το εξάμβλωμα;»

«Ποιο, ο Άθως;»

«Όχι, αυτό το κιτς κατασκεύασμα που μοιάζει με ανάποδο κουβά».

«Α, ο Χορτιάτης».

«Φεύγει».

Ο πάγκος ήταν γεμάτος τοπογραφικά σχέδια που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται στο σχεδιαστήριο. Το σχεδιαστήριο ήταν γεμάτο απλωμένες φόρμες που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται στην ντουλάπα. Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται και μία ντουλάπα μέσα στο γραφείο με τις ξεφτισμένες ταπετσαρίες και την πλαστική μοκέτα, όμως δεν υπήρχε χώρος για ένα τόσο μεγάλο έπιπλο• θα έκλεινε ή την πόρτα της τουαλέτας ή το κουζινάκι. Η γυμνή λάμπα που κρεμόταν από το βρώμικο καλώδιο έκανε ό,τι μπορούσε για να βγάζει ένα αρρωστημένο φως και τα κατάφερνε περίφημα. Χάρη σ’ αυτήν, τα πεταμένα βιβλία, τα αναποδογυρισμένα μπουκάλια κρασιού, τα δείγματα κεραμικών, τα τσαλακωμένα κουτάκια μπύρας και το χυμένο περιεχόμενο μιας εργαλειοθήκης έμοιαζαν με απομεινάρια ενός μαθήματος ανατομίας. Άδεια κουτιά πίτσας παντού. Το φτηνό στερεοφωνικό συγκρότημα ήταν απομίμηση κάποιας γνωστής μάρκας ηλεκτρικών συσκευών, γνήσια απομίμηση όμως. Τα σκορπισμένα CD ήταν όλα αντιγραφές. Το μόνο που δε θα ταίριαζε με τίποτα στο χώρο θα ήταν μία Θεϊκή Οντότητα να πίνει καφέ, πόσο μάλλον δύο Θεϊκές Οντότητες να πίνουν καφέ• το μούσι τράβηξε μία γουλιά από το μαυροζούμι στην κούπα του κι έσκυψε πάνω από το κεφάλι του Εργολάβου να δει καλύτερα την τεχνική μελέτη.

«Όμως πέσ’ μου: χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια τόσα πολλά νησιά;»

«Καλή ερώτηση… δε μου ‘χε περάσει ποτέ απ’ το νου…»

«Να, αυτό εδώ το έκτρωμα, για παράδειγμα, με το αρνητικό Φενγκ-Σούι».

«Σύρος. Έτσι λέγεται, Σύρος».

«Ο αρχιτέκτονας που τη σχεδίασε θέλει κρέμασμα. Τι λόγο ύπαρξης έχει αυτό το τερατούργημα; Για δες στο manual».

Το μούσι σήκωσε ένα βιβλίο από κάτω που έγραφε Ελλάδα – Οδηγίες Χρήσεως, το ξεφύλλισε βιαστικά και προχώρησε προς το τέλος, στο γράμμα σίγμα. «Για να δούμε… Σύρος! Νάτο. Λοιπόν, λόγος ύπαρξης: Εν αρχή ήτο η ‘Φραγκοσυριανή’. Και η ‘Φραγκοσυριανή’ ήτο σουξέ, και σουξέ ήτο η ‘Φραγκοσυριανή’. Και ήτο μέγα σουξέ, το οποίον γνωρίζει έκαστος άνθρωπος ερχόμενος εις τον κόσμον. Και η ‘Φραγκοσυριανή’ νήσος εγένετο, και εκλήθη το όνομα αυτής ‘Σύρος’».

«Αηδίες…» έκανε ο Εργολάβος. «Κρέμασμα αργό και βασανιστικό…». Πήρε ένα μολύβι και χάραξε ένα μεγάλο Χ επάνω στο νησί. «Πολλά εδαφοτεμάχια θα πρέπει να ανασχεδιαστούν, με πρώτο και καλύτερο αυτό».

«Τον Αχλαδόκαμπο;»

«Όπως λέγεται. Να γίνουν περισσότερο φιλικά προς το χρήστη».

«Μάλιστα».

«Ο Αξιός φεύγει, λερώνει. Ο Όλυμπος, επίσης• δεν έχει καθόλου καλό Φενγκ Σούι και το design του είναι πολύ ερασιτεχνικό. Τα Τέμπη όμως είναι καλή ιδέα. Θα χρειαστεί να κατασκευάσουμε κι άλλα τέτοια υδατικά εμπόδια στα σκηνικά».

«Μάλιστα».

«Υπάρχει όμως κι ένα ακόμα κακό με την Ελλάδα».

«Ποιο;»

«Έχει υπερβολικά πολλούς Έλληνες».

«Α, μάλιστα».

«Κανένας γκόλφερ δε θα δεχτεί να παίξει σε ένα γήπεδο με τόσους Έλληνες. Θα πρέπει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα απεντόμωσης για να τους εξαλείψουμε σε ποσοστό τουλάχιστον 95%».

Κατόπιν, μαθαίνουμε ότι το μερίδιο του Εργολάβου βρίσκεται στο Κομμουνιστικό Κοράνι του Μίλτου (χωρίς να το ξέρει κι ο ίδιος). Ο Έλβε Νιζέλ τον κρατά φυλακισμένο, καταλαβαίνει ότι δεν είναι δαίμονας αλλά άνθρωπος (και μάλιστα Μεταφυσικός Αριστερός) και του παίρνει τον Ηλεκτροσυνδικαλιστή. Σκέφτεται ότι μ’ αυτόν μπορεί να μαζέψει πολλές άγριες χελώνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κεφάλαιο στη Λλάδα, και να κερδίσει τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές.

Ο ΘτΕ και το μούσι επεμβαίνουν και βοηθάνε τον Μίλτο να δραπετεύσει, αφού πρέπει οπωσδήποτε να φτάσει ως τον Ναό της 19ης Τρύπας (αυτή είναι η "τράπεζα", την οποία είχανε αναφέρει παλιότερα), για να πάρει ο Εργολάβος το μερίδιό του.

Τα πιθηκοειδή εξελίσσονται ταχύτατα σε ανθρώπους, συνειδητοποιούνται ως τάξη (και με τη βοήθεια του Μίλτου), συγκροτούν κόμμα και κατεβαίνουν στις εκλογές με αίτημα: Όχι Στην Εκμετάλλευση Πιθήκου Από Άνθρωπο και κεντρικό σύνθημα: "Πίθηκοι όλων των χωρών, εξελιχθείτε!". Εντωμεταξύ, ο Μέτακ Σας με τη βοήθεια των τεσσάρων άλλων αστροναυτών και του Κίνζι, διοργανώνει προεκλογική καμπάνια με θρησκευτικό-σεξουαλικό περιεχόμενο και στόχο την εξάλειψη της υπογονιμότητας. Η παράταξη του Μέτακ Σα μετονομάζεται σε "Διαφορά Στήθους", αναλαμβάνει δράση οικωλογική (η ορθογραφία είναι σωστή), με κεντρικό σύνθημα αυτό:


Την υπογραφή μας, κι ορισμένα άλλα πράγματα, προσέχουμε πού τα βάζουμε! Ένα από αυτά είναι και η ψήφος μας. Μάθε και προφυλάξου, η άγνοια σκοτώνει! Δες την ψήφο σου ως προέκταση της σεξουαλικής πράξης, χάρισέ την με πάθος και πεποίθηση σ' αυτούς που έχουν Διαφορά Στήθους! Γιατί οι εκλογές είναι σέξι (κι όποιος αντέξει), η ψήφος θέλει έρωτα!


Τελικά και λίγες μέρες πριν τις εκλογές, τα σχέδια όλων καταρρέουν, γιατί με την τεράστια εισροή χελώνων από τον Ηλεκτροσυνδικαλιστή του Μίλτου στα χέρια του σατανικού Έλβε Νιζέλ, το νόμισμα της Λλάδας υποτιμάται ραγδαία και η χώρα κατακλύζεται από ορδές Τουριστών.


Η φυλή των Τουριστών είναι, στην πραγματικότητα, συμπαντική και υπεριστορική. Δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο χωροχρόνο αλλά εμφανίζεται διαρκώς εκεί όπου η ζωή αναπτύσσει ανώτερες πνευματικές λειτουργίες (= δημόσιες σχέσεις, ινστιτούτα αισθητικής, ποιητικές βραδιές με συνοδεία τσέλου, κρατήσεις φόρων κ.α.). Αυτές βοηθούν τα εξελιγμένα πλάσματα να εκμεταλλευτούν καλύτερα τις παραγωγικές δυνάμεις του χώρου τους, να αναπτυχθούν οικονομικά, και να ανακαλύψουν έτσι ότι έχασαν τη χαρά και την απλότητα της ζωής. Για να αντεπεξέλθουν στη συνακόλουθη κατάθλιψη, κάνουν ένα εξελικτικό βήμα παραπάνω και μετεξελίσσονται σε Τουρίστες: πλάσματα με ανώτερες πνευματικές λειτουργίες που επισκέπτονται ξένους τόπους για να δουν ότι οι Ντόπιοι εκεί είναι φτωχοί αλλά χαρούμενοι. Κατασκευάζουν λοιπόν τα κατάλληλα ενδιαιτήματα (ξενοδοχεία 5 αστέρων με θερμαινόμενες πισίνες), και κάνουν αυτά που δε θα έκαναν ποτέ αν τους έβλεπαν οι συνάδελφοι στη δουλειά. Τότε αρχίζει και η διαμάχη• οι Τουρίστες γελούν με τους Ντόπιους επειδή, με λίγα χρήματα, είναι ικανοί (οι Ντόπιοι) να συμπεριφερθούν σαν μαϊμούδες και να τους πουλήσουν ακόμα και τα ιερά κειμήλια των προγόνων τους. Οι Ντόπιοι γελούν με τους Τουρίστες επειδή, με λίγα μαϊμουδίσματα, είναι ικανοί (οι Τουρίστες) να δώσουν ένα σωρό χρήματα και να αγοράσουν κάθε χαζομάρα που θα τους πλασάρουν.

Κάθε εγκόσμια ευτυχία δεν αξίζει τίποτα μπροστά σε ένα ισχυρό νόμισμα.


Τελικά όλοι, άνθρωποι και πίθηκοι, τα βάζουν με τους αστροναύτες, οι οποίοι φεύγουν κακήν κακώς. Ο Μίλτος τα ξαναβρίσκει αναγκαστικά με τους υπόλοιπους τέσσερις, όλοι μπαίνουν στον Οδυσσέα και φεύγουν να γλιτώσουν. Ο Σούσι μένει για πάντα στη Λλάδα (αναπτύσσεται ένα είδος θρησκείας γύρω του, ότι στο μέλλον θα ξαναβρεθεί ένας άλλος μονόλιθος-Σούσι σε κάποιο φεγγάρι του πλανήτη κι αυτός θα στείλει μήνυμα σε άλλον μονόλιθο-Σούσι κάπου στο ηλιακό σύστημα και κατόπιν θα ξεκινήσει ένα διαστημόπλοιο κ.λπ.). Το Κομμουνιστικό Κοράνι του Μίλτου δεν καταφέρνει να φτάσει ποτέ στον Ναό της 19ης Τρύπας (στην "τράπεζα"), ο Εργολάβος δεν παίρνει το μερίδιό του, η πώληση της ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε. ναυαγεί κι ο ΘτΕ με το μούσι τρώνε το ξύλο της χρονιάς από τη Συνέλευση των Μετόχων.

Ο Οδυσσέας πλησιάζει στο γνωστό μας ηλιακό σύστημα και στον πλανήτη Γη. Στην πορεία τους, πέφτουν πάνω στον Βόγιατζερ Ι (αυτόν με το σχέδιο άντρα - γυναίκας, με τις εικόνες της Γης και τα τραγούδια των Beatles κ.α.). Όμως, από τη σκόνη και τις βρωμιές στην καμπίνα του Μίλτου αναπτύσσονται ψυχεδελικά μανιτάρια. Οι αστροναύτες βάζουν τον χρυσό δίσκο του Βόγιατζερ, φτιάχνονται με το Johnny B. Good του Τσακ Μπέρι, τρώνε τα μανιτάρια και πέφτουν σε τρανς. Πάνω εκεί κάνουν μια στραβοτιμονιά κι εκτινάσσονται στον Γαλαξία, προς το Αστρικό Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών και... η συνέχεια στο Greeks in Space! II, το οποίο φυσικά δε θα γραφτεί ποτέ.

THE END