0. Εισαγωγή

Δε θα αποτύχαινε αυτήν τη φορά, το ήξερε. Είχε μελετήσει καλά την Τελετή της Ενοικίασης, είχε τα αστέρια με το μέρος του, τα είχε όλα. Καθώς φορούσε την γκρίζα ρόμπα, η ματιά του έπεσε στον αστερισμό της Κόρης έξω από το παράθυρο. Έμοιαζε να λάμπει περισσότερο απόψε, σαν να είχε κατέβει πιο χαμηλά, σαν να έσκυβε για να κοιτάξει μέσα στην κάμαρά του. Τράβηξε τις βαριές βελούδινες κουρτίνες στο παράθυρο, παρακάλεσε σιωπηλά την Κόρη να τον βοηθήσει και πλησίασε στο βωμό. Απόψε θα άνοιγαν οι Φιλντισένιες Πύλες.

Άρχισε ψάλλοντας το Κάλεσμα και άναψε τελετουργικά τα έξι κεριά. Απαγγέλλοντας κατόπιν την Επίκληση, ο νους του άδειασε από όλες τις σκέψεις και συγκεντρώθηκε σε ένα μοναδικό σημείο: στο σκιάχτρο επάνω στο βωμό. Συνέχισε να επαναλαμβάνει τα λόγια της Επίκλησης ενώ χάραζε με αίμα έναν κύκλο επάνω στο σκιάχτρο. Ήταν μεγάλο και ανατριχιαστικά ανθρωπόμορφο, σαν να είχε φτιαχτεί από ανθρώπινο τομάρι παραγεμισμένο με άχυρα.

Σαν;

Έτσι ακριβώς είχε φτιαχτεί.

Παρίστανε έναν ιδιαίτερα ψηλό ενήλικα• οι ραφές στα κατάλληλα σημεία σχημάτιζαν ένα υποτυπώδες κεφάλι, θώρακα και άκρα, και το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον κωμικό αν δεν είχε τσιτωθεί τόσο φρικιαστικά το δέρμα στο πρόσωπο, αν τα στενά ζυγωματικά και το ανύπαρκτο σαγόνι δεν απέπνεαν αυτήν την αλλόκοσμη έκφραση παράνοιας. Κοιτούσε τώρα ένα ράφι στη βιβλιοθήκη του απέναντι τοίχου με μάτια άδεια από ζωή, μία μούμια ζαρωμένη και μαυρισμένη καθώς περίμενε τον Ένοικό της.

Τα λόγια της Επίκλησης έβγαιναν κοφτά από τα χείλη του. Όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, πήρε ένα κερί, στάθηκε πάνω από το κεφάλι του σκιάχτρου και εκστόμισε την Επωδό της Ενοικίασης. Μία απότομη ριπή αέρα απ’ έξω τίναξε τις κουρτίνες στο παράθυρο και έκανε τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίξουν. Είδε φευγαλέα τα δύο φεγγάρια στο νυχτερινό ουρανό να λάμπουν κοκκινωπά, ενώ η Κόρη είχε χαθεί πέρα από αυτά. Η κάμαρα ξαφνικά έμοιαζε γεμάτη από φευγαλέες οπτασίες και ημισχηματισμένες μορφές, σημάδι ότι το Πέπλο της Αράχνης που χώριζε τον κόσμο των ζωντανών από τον κόσμο των νεκρών, λέπταινε όλο και περισσότερο. Σταγόνες από λιωμένο κερί έπεφταν στο χέρι του, ήξερε ότι τον έκαιγαν αλλά δεν ένιωθε τον πόνο. Γι’ αυτόν υπήρχε μόνο η Επωδός και η φιγούρα επάνω στο βωμό. Οι Φιλντισένιες Πύλες άνοιγαν, ο Ένοικος ερχόταν.

Συνέχισε να επαναλαμβάνει για πολλή ώρα τα λόγια της Επωδού. Τα κεριά έλιωσαν και άρχισαν να σβήνουν. Η φωνή του έγινε ένα ψιθυριστό κρώξιμο, τα μάτια του είχαν κοκκινήσει και μία φλέβα στο λαιμό του είχε πρηστεί. Το ξαφνικό κάψιμο στο χέρι του τον πόνεσε απρόσμενα και με μία ανακλαστική κίνηση πέταξε τα απομεινάρια του κεριού. Το σκιάχτρο όμως συνέχιζε να παραμένει ξενοίκιαστο• ακίνητο.

Είχε αποτύχει κι αυτήν τη φορά, το ήξερε.

(συνεχίζεται εδώ)

2 σχόλια:

Sadmanivo είπε...

Τώρα, τι να σχολιάσεις σε μια εισαγωγή;
(α, ναι, το connection μου έφταιγε..)
Είναι νωρίς για να πεις, που το πάει;
Αναμένω τη συνέχεια και προειδοποιώ, έχω απαίτηση πλοκής / σεναρίου... :)

Elias είπε...

Μην απελπίζεσαι και δε θ' αργήσει. Θα έχει σεξ & βία.