ΙΙΙ. ΘτΕ

(συνέχεια από εδώ)

Ο χρυσός σταυρός με τη γαλάζια χάντρα ήταν κρεμασμένος στο λαιμό της εδώ και 55 χρόνια. Της τον είχε χαρίσει ο Γιώργος στο γάμο τους, υπολοχαγός του πυροβολικού τότε, και η Λίτσα τον λάτρεψε αμέσως. Με τον καιρό ο λαιμός πάχυνε, όμως ο σταυρός δε βγήκε ποτέ, ούτε καν στο μπάνιο.

Χήρα ταξιάρχου πια στα 80 της, η κυρία Λίτσα περνούσε τις μέρες της ρυθμίζοντας τα μαγνητικά καντήλια στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ώρες-ώρες πίστευε ότι ο σταυρός της ήταν ζωντανός... το μέταλλο κάπως σαν να την κέντριζε. Κατά βάθος ήξερε πως έφταιγε ο στατικός ηλεκτρισμός από τα καντήλια, όμως της άρεσε να σκέφτεται ότι ήταν η χάρη του Θεού. Και είχε απόλυτο δίκιο.

Γιατί, χωρίς να το ξέρει, ο σταυρός ήταν μία Πύλη. Μέσα στη γαλάζια χάντρα του ήταν το Επέκεινα, ο Κόσμος των Ιδεών, η Υπερβατική Πραγματικότητα, και η κυρία Λίτσα θα έφριττε αν μπορούσε να δει τι κουβαλούσε μια ζωή επάνω της:

Έμοιαζε με τριτοκοσμική πρωτεύουσα. Δρόμοι γεμάτοι λακκούβες και απόνερα, χαμηλά σπίτια, πιτσιρίκια να παίζουν σε κάθε γωνιά, μαμάδες να απλώνουν ρούχα στις ταράτσες. Και όπως συμβαίνει σε όλες τις τριτοκοσμικές πρωτεύουσες, είτε Φυσικές είτε Υπερβατικές, κάθε σπίτι είχε και μία τηλεόραση που δεν έκλεινε ποτέ.

Στο κέντρο αυτής της παραγκούπολης έστεκε ένα κτίριο που φαινόταν σαν να υποφέρει από ίκτερο. Οι σοβάδες είχαν πέσει αφήνοντας μπαλώματα παντού, και παρόλο που τα υλικά του Υπερβατικού κόσμου δεν είναι τα γνωστά υλικά της Γης, η απόχρωση των τοίχων – κάτι ανάμεσα σε καταθλιπτικό φαιό και αυτοκτονικό γκρίζο – κουβαλούσε ένα άρωμα γνωστό σε όλους τους κόσμους: το άρωμα της φτήνιας. Πάνω από την πόρτα κρεμόταν μία επιγραφή γραμμένη στο χέρι: ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε. Αν μπορούσε κάποιος να μπει και να προχωρήσει στις κακοφωτισμένες αίθουσες, αν ανέβαινε κατόπιν στον τελευταίο όροφο από τις σκάλες (το ασανσέρ πιθανότατα θα ήταν χαλασμένο) και περπατούσε ως το τέρμα του διαδρόμου, θα έφτανε στο γραφείο του Θεού των Ελλήνων.

Δεν ήταν ακριβώς όμορφος σαν τον Απόλλωνα. Τα μπαλωμένα ρούχα και η καμπούρα του δεν είχαν τη μεγαλοπρέπεια του Δία, ενώ το ένα του χέρι, που έμοιαζε μακρύτερο από το άλλο, θα δυσκολευόταν να κρατήσει τη λύρα του Ορφέα. Όχι όμως και να τρυπώσει σε μία τσέπη, ειδικά σε μία ξένη. Από παλιά ο λαός της Ελλάδας είχε συλλάβει τη φιγούρα του διαισθητικά και την είχε αποτυπώσει θεατρικά, όμως μόνο κάποιος Ζελάσνυ, συγγραφέας ΕΦ, είχε πλησιάσει ακόμα περισσότερο στην αλήθεια. Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα του γραφείου.

«Εμπρός».

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας κοντός τύπος με μυτερό, περιποιημένο μούσι που το έστρωνε συνέχεια. «Σε καλημερίζω και σε προσκυνώ, αφέντη μου, κ. Παραγωγέ».

Ο ΘτΕ τον κοίταξε με μισό μάτι, «πάλι προαγωγή θα θέλει...» μονολόγησε και ανακοίνωσε: «Από τώρα και στο εξής διορίζεσαι Ανώτατο Οικονομικό Στέλεχος. Τράβα στο καλό και κλείσε την πόρτα πίσω σου».

«Έχω νέα, αφέντη μου. Ένα καλό, ένα κακό, ένα απαίσιο, κι ένα φριχτό».

Κάτι σαν αναστεναγμός ακούστηκε από τη μεριά του ΘτΕ. «Το καλό στο τέλος».

«Πρώτον: Η τηλεθέαση έπεσε μέσα στο Μάρτιο, συμφωνώντας με τις προβλέψεις μας – τις πιο απαισιόδοξες, δηλαδή», είπε το Ανώτατο Οικονομικό Στέλεχος. «Οι μετρήσεις λένε για 15,1%».

Ένας ξεκάθαρος αναστεναγμός ακούστηκε από τη μεριά του ΘτΕ. «Πες τώρα και το αληθινό νούμερο».

Το μούσι δίστασε λίγο. «Κοντά στο 14%. Λίγο μεγαλύτερο, λίγο μικρότερο, πάντως κάπου εκεί. Ίσως λίγο μικρότερο». Δεν είδε καμία φανερή αντίδραση και συνέχισε. «Θα σου το έλεγα ούτως ή άλλως...»

«Προχώρα στο παρασύνθημα».

«Δεύτερον: Οι εισπράξεις έπεσαν κατά 30%, ξεπερνώντας και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις – ναι, είναι αληθινό το νούμερο. Μη με κοιτάς έτσι, δε φταίω εγώ! Απλώς σου λέω τους αριθμούς».

Ο ΘτΕ βόγκηξε. «Έχει και χειρότερο;»

«Τρίτον: Ένας τύπος ήταν εδώ το πρωί. Τάχα έψαχνε την Έκθεση Θανάσιμων Αμαρτημάτων και μπήκε κατά λάθος. Τον ξαποστείλαμε βέβαια, όχι όμως χωρίς να ρίξει πρώτα μια καλή ματιά τριγύρω και να πιάσει κουβέντα με τους ρεσεψιονίστ – ξέρεις, του στυλ: Πω πω! Δε μοιάζει να πάει καλά η επιχείρηση εδώ, ρε παιδιά! Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, πληρώνει; Εγώ δούλευα τρία χρόνια σε reality show, ακόμα μου χρωστάν λεφτά... Ίσως είχε και μικρόφωνο επάνω του».

«Κατάσκοπος ανταγωνιστών;»

Το μούσι ξεροκατάπιε. «Ίσως, ποιος ξέρει; Μπορεί και να ‘ταν της Υπερβατικής Εφορίας...»

«Σουτ!» φώναξε έντρομος ο ΘτΕ. «Μπα που να φας τη γλώσσα σου, μη λες αυτή τη λέξη!» Κοίταξε γύρω να βεβαιωθεί πως οι τοίχοι δεν είχαν γκρεμιστεί. «Είπες κάτι και για ένα καλό νέο», τόλμησε να παρατηρήσει.

«Τέταρτον: δεν έχω άλλα νέα. Μέχρι εδώ ήταν, τέλειωσα».

Ο ΘτΕ πήρε μία πονεμένη έκφραση. «Όπου και να πάω, η ΕΛΛΑΔΑ Α.Ε. με πληγώνει!» φώναξε και χτύπησε το χέρι του στο γραφείο• ακούστηκε ο ξύλινος ήχος από ένα πόδι που σπάει. «Σου κόβω το μισθό και τις αυξήσεις, απολύεσαι χωρίς αποζημίωση! Απολύεσαι επανειλημμένως!»

Ο άλλος τον περίμενε να ηρεμήσει. «Κι όμως», του είπε μαλακά μετά από λίγο, «είναι λογικό. Το επίπεδο του show πέφτει συνεχώς. Οι Υπερβατικοί τηλεθεατές βαρέθηκαν να παρακολουθούν μια γερασμένη χώρα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Θέλουν σεξ, δράση, αίμα – θυμάσαι τους Περσικούς πολέμους;»

«Αν τους θυμάμαι, λέει!»

«Πόσο είχε ανέβει η τηλεθέαση τότε! Και στην Άλωση, θυμάσαι;»

Ο ΘτΕ έξυσε το κεφάλι του. Κατόπιν προχώρησε σε μία ντουλάπα και έβγαλε ένα χάρτη της Ελλάδας. «Και να πεις ότι δεν πήρα ζεστά τη δουλειά... Έβαλα το πιο προχωρημένο ντεκόρ – Μετέωρα, Κυκλάδες, Πίνδος», έδειξε στο χάρτη τα σχετικά σημεία, «τα καλύτερα οπτικά εφέ, Εν Τούτω Νίκα και τα σχετικά. Μια περιουσία μού κόστισαν». Ξεφύσηξε και έμεινε με ένα σκεπτικό ύφος.

«Αφέντη μου», είπε το μούσι στρώνοντας το μούσι του, «και να με συμπαθάς που το λέω, δηλαδή, όμως μήπως έφτασε η ώρα να την κοπανήσουμε; Άσε το show να ρημάξει, να πάει κατά διαόλου. Αν η Εφορ– η ακατονόμαστη κάνει έλεγχο, θα πάρει φωτιά ο κώλος μας».

Στην αρχή δεν υπήρξε καμία αντίδραση• ο ΘτΕ συνέχισε να κοιτάζει το χάρτη βλέποντας κάτι πίσω από αυτόν. Κατόπιν απάντησε αργά-αργά: «Όχι ακόμα, Ανώτατε Επιτελικέ Χαμάλη, όχι ακόμα. Ετοιμάζω συνέχεια που θ’ αφήσει εποχή• με διαστημόπλοιο στο Έψιλον του Ηριδανού, περιπέτειες και άλλα». Στράφηκε προς τον άλλον που τον κοιτούσε έκπληκτος: «Θα ανεβάσει λίγο το show μέχρι να μαζέψουμε κάνα φράγκο. Εσύ, Πάνσεπτε Αλήτη, πέρνα απ’ το ταμείο, πάρε ό,τι μας έμεινε και τρέξε αμέσως σ’ Αυτήν-Που-Δεν-Πρέπει-Να-Ονομάζεται. Λάδωσέ τους όλους! Από τον προϊστάμενο ως τις καθαρίστριες! Κράτα τους όσο γίνεται πιο μακριά απ’ τα βιβλία μας, έχω σχέδιο!»

«Σχέδιο; Τι σχέδιο, δηλαδή;»

«Ακόμα εδώ είσαι; Τσακίσου!» είπε ο ΘτΕ και του έριξε μια καρπαζιά. Το μούσι τσακίστηκε βροντώντας πίσω του την πόρτα, κάτι που έκανε ολόκληρο το κτίριο να τρανταχτεί.
............................................................................................................
Για μία στιγμή, η κυρία Λίτσα νόμισε ότι ο σταυρός της αναπήδησε από μόνος του. Σκέφτηκε ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάει για κείνες τις εξετάσεις που αναβάλλει συνεχώς, όμως πώς να πληρώσει τους γιατρούς με μία σύνταξη ταξιάρχου; Εξάλλου, δεν είχε και πολλή σημασία, σύντομα θα έφευγε να συναντήσει τον Γιώργο της...

Τελείωσε τις δουλειές στα καντήλια και πήγε να κάνει τις δέκα μετάνοιες που της όρισε ο πάτερ Βαρνάβας επειδή την έπιασε να διαβάζει Ζελάσνυ.

(συνεχίζεται εδώ)

2 σχόλια:

AA είπε...

1) Η ιδέα των μαγνητικών καντηλιών μου άρεσε πολύ και θα ήθελα να συμπληρώσω οτι για να "κατεβάσεις" ένα μαγνητικό καντήλι...φτάνει να το πολώσεις ανάστροφα.


2)...
...
Ρε που το πάει;...που το πάει; :-D

Elias είπε...

Έεεεετσι. Να λιώνετε από την περιέργεια!