VII. Σεξ & Βία

Περίληψις Προηγουμένων:
Ένα σκάφος ταξιδεύον / Με υπέροχον καιρόν
Αιφνιδίως εξοκείλει / Εις αγνώστων αστεριών
Δύο νέες και τρεις νέοι / Ωραιότατα παιδιά
Φευ! Τα κάστανα να βγάλουν / Προσπαθούν απ’ την φωτιά.


(Απόσπασμα από το ημερολόγιο της Κάτιας, 24.04.2063)

Σήμερα πέρασα το πιο υπέροχο πρωινό της ζωής μου. Ξύπνησα από τον Χάρη που παραμιλούσε στον ύπνο του. ‘Τα φτερά του θανάτου! Το σιδερένιο χέρι του! Φουλ του άσου με οκτάρια!’. Μου ‘ρθε να μπήξω ένα ουρλιαχτό να πάθει καρδιακή προσβολή. Μπορεί και να τα κατάφερνα, δεν ξέρω. Μετά ντύθηκα και πήγα στη γέφυρα μπας και τσακώσω τον Γιάννη να κοιμάται, όμως δεν το έχει ξαναπάρει ο ύπνος στη βάρδια του από τότε που χαθήκαμε. Μάλλον. Περάσαμε μισή ώρα κοιτάζοντας τον Κίνζι που δοκίμαζε τυχαίες συντεταγμένες μήπως εντοπίσει τη διαδρομή του σκάφους – μπα, βασικά ψάχναμε θέματα για κουβέντα. Είναι απίστευτο πόσο ατέλειωτη μοιάζει η μισή ώρα όταν προσπαθείς να σπάσεις τη σιωπή. Τελικά δεν άντεξα κι έφυγα. Αυτός δεν είπε τίποτα όμως μου το κρατάει, το καταλαβαίνω. Όλοι τα ‘χουν με μένα. Οι άντρες έχουν φτιάξει κόμμα εδώ μέσα και στην πρώτη ευκαιρία θα μου την πούνε άγρια και θα ξεσπάσουν πάνω μου και θα με κάνουν κομμάτια. Ποτέ δε θα μου το αναγνωρίσουν όμως τι άλλο να ‘κανα κανείς δε λέει μπράβο Κάτια απλώς πήγες να βοηθήσεις μόνο να με κατηγορούν ξέρουν κι ας μην λένε εγώ φταίω για όλα βλέπω στα μάτια τους τι σκέφτονται εγώ είμαι η κακιά η άχρηστη αυτοί είναι οι έξυπνοι και εγώ φταίω πάντα εγώ φταίω και όλοι τώρα λένε μόνο ο Κίνζι ίσως μπορεί να κάνει κάτι εδώ που μας έφερε αυτή η μαλάκω.

Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή. Μισώ τη ζωή.


Μετά πέρασα απ’ το θερμοκήπιο και βρήκα τον Μίλτο. Είχε μαζέψει τις γαλάζιες χάντρες απ’ όλο το σκάφος και έφτιαχνε μ’ αυτές το σύμβολο της Μεταφυσικής Αριστεράς στο βιβλίο του. Μόλις με είδε πήγε να μου πιάσει κουβέντα, εγώ του απαντούσα μονολεκτικά, αυτός έκανε πως δεν καταλάβαινε, βαρέθηκα κι έφυγα. Μισώ τη ζωή. Μπορεί πράγματι και να μην καταλάβαινε. Ήρθα στην καμπίνα να τσακωθώ με τον Χάρη, όμως είναι φευγάτος, κάθομαι τώρα να γράψω το ημερολόγιό μου. Έτσι πέρασε το πρωινό σήμερα. Μισώ τη ζωή.
Είμαστε χαμένοι τέσσερις μέρες, ίσως να μη γυρίσουμε ποτέ πίσω και το φαγητό είναι σαν πλαστελίνη με μαγιονέζα.

Ένα μόνο καλό υπάρχει από τότε που χαθήκαμε: έσπασε η μονοτονία. Όλοι είχαν σκυλοβαρεθεί, το σήμερα είχε γίνει ίδιο με το χθες και το αύριο ίδιο με το σήμερα. Όπως και να το κάνεις, δεν έχει τίποτα το ενδιαφέρον εδώ μέσα – εντάξει, είναι το ταξίδι στο διάστημα, το όνειρο της ανθρωπότητας, η περιπέτεια κουλουπού κουλουπού, όμως τι άλλο; Τώρα θα μπορούσα να ‘μουν στο πατρικό μου, στην Παλλήνη, ανύπαντρη κι ωραία. Με τις παρέες μου, το αυτοκίνητό μου και τα λουλούδια μου. Θα έβγαινα έξω κάθε βράδυ, θα πήγαινα για ψώνια, θα έπαιζα γκολφ στον κήπο, θα έκανα μαθήματα ιππασίας, θα ζούσα φυσιολογικά όπως όλα τα κορίτσια της μεσαίας τάξης. Το κάθε τι στη ζωή μου ήταν τόσο... σωστό ως τη στιγμή που δήλωσα συμμετοχή στο show – τι μου ΄ρθε; Μάλλον περίμενα ότι το διάστημα θα είναι περισσότερο Χόλυγουντ. Τελικά όμως δεν υπάρχει πιο βαρετή ζωή απ’ αυτή που κάνουν οι αστροναύτες και ειδικά οι παντρεμένοι αστροναύτες. Άσε που δεν ανήκουν και σε καμία τάξη.

Όλοι οι άντρες εδώ μέσα είναι για πέταμα. Χάρη, αν διαβάζεις το ημερολόγιό μου, το ξαναγράφω: ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΕΔΩ ΜΕΣΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ. Όλοι οι άντρες είναι για πέταμα, έτσι γενικά.


Τι διάολο κρατάω ημερολόγιο αφού δεν έχω τίποτα να πω;

..................................................................................................

«Γι’ αυτό ο Θεός έπλασε τους Γιαπωνέζους», σχολίασε ο Χάρης. «Για να φτιάχνουν φοβερούς υπολογιστές και να μας σώζουν». Η προσωπική του οθόνη με τον αστρικό χάρτη είχε ζουμάρει πάνω σ’ έναν συγκεκριμένο αστερισμό με τριάντα δύο αστέρια. Πέντε απ’ αυτά ήταν ενωμένα με μία τεθλασμένη κόκκινη γραμμή, κάπως σαν το σημάδι του Ζορρώ. «Δώσ’ μου δύο χαρτιά», είπε ο Χάρης στον υπολογιστή.

«Εμένα, τρία» είπε ο Γιάννης. Στη δική του οθόνη, που ήταν γυρισμένη έτσι ώστε να μην τη βλέπει ο Χάρης, μία κίτρινη γραμμή περνούσε πάνω από άλλα πέντε αστέρια του ίδιου αστερισμού.

«Ποιος μπορεί να διαβάσει / Στο βιβλίο του ουρανού / Της μοίρας τα μελλούμενα;» απάντησε ο υπολογιστής βάζοντας σε λειτουργία τις γεννήτριες τυχαίων αριθμών μέσα του. Οι γραμμές άλλαξαν λίγο• αυτή του Χάρη έγινε σαν κακοσχεδιασμένο ξι, ενώ ο Γιάννης είδε δύο άνισες κίτρινες στήλες να σχηματίζονται πάνω στον Αστερισμό του Πόκερ.

«Εσύ μιλάς».

«Κάτσε να καταλάβω τι έχω». Ο Χάρης σκέφτηκε λίγο και τελικά ανακοίνωσε: «Λοιπόν, τις δύο μερίδες σταφύλια που σου χρωστάω–».

«Τρεις μερίδες μου χρωστάς».

«Έστω. Τις τρεις μερίδες σταφύλια που σου χρωστάω κι εφτά σελίδες απ’ το ημερολόγιο της Κάτιας».

Ο Γιάννης έγνεψε. «Μέσα. Κι από μένα, μια βραδιά με τη Ρούλα».

«Τι;»

«Πλάκα κάνω. Τη γυμνή της φωτογραφία».

«Κίνζι!»

Ο υπολογιστής μετέφερε τις δύο γραμμές στη μεγάλη κεντρική οθόνη, τις συνέθεσε και ανακοίνωσε: «Το ποντάρισμα μεγάλο / Και τα ζεύγη μικρά, δεν το στηρίζουν / Το φουλ κερδίζει».

Ο Χάρης πήρε μία ξινισμένη έκφραση. «Μ’ έχεις ξετινάξει! Φουλ του άσου με οκτάρια –πώς τα καταφέρνεις;»

«Η τύχη του πρωτάρη», σχολίασε ο Γιάννης. «Τώρα μου χρωστάς έξι μερίδες σταφύλια».

«Ναι...» ξεφύσησε ο Χάρης. «Κι όταν φύγει η Κάτια, μπορείς να έρθεις να διαβάσεις το ημερολόγιό της. Απ’ τη σελίδα δεκαπέντε ως την είκοσι δύο. Παίζουμε άλλο ένα;»

Ο Γιάννης δεν απάντησε. «Να σου πω», έκανε τελικά, «το βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι. Χωρίς πραγματική τράπουλα, δε λέει».

«Ε, τι να γίνει. Αν δε μου την πετούσε η Κάτια...»

«Βαριέμαι και να διαβάζω τις υστερίες της. Άστο καλύτερα».

Οι δύο αστροναύτες κοιτάχτηκαν. «Και τι άλλο να κάνουμε;» ρώτησε ο Χάρης. «Δεν έχει τίποτα το ενδιαφέρον εδώ μέσα».

«Πράγματι, ρε συ, τίποτα...»

........................................................................................................

Το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν τα δρεπάνια: έπρεπε να λεπταίνουν όλο και περισσότερο (όπως η μέση της Ρούλας), παράλληλα όμως να διατηρούν μία καμπυλότητα ως την άκρη της μύτης τους. Στο Γιν – Γιανγκ δεν υπήρχε πρόβλημα, μία καμπύλη ήταν όλο κι όλο που διαμόρφωνε δύο συμμετρικά εξογκώματα. Όπως τα στήθια της Ρούλας. Ο Μίλτος κόλλησε την τελευταία χάντρα πάνω στο εξώφυλλο του Κομμουνιστικού Κορανίου και καμάρωσε ικανοποιημένος το αποτέλεσμα.

Η δουλειά με τα ούρα είχε τελειώσει από ώρα και το ντεπόζιτο της Μονάδας Ανακύκλωσης ήταν γεμάτο με ένα κρυστάλλινο υγρό, σαν το νερό της πηγής. Ξαφνικά, ένας θόρυβος τον έβγαλε από την προσήλωσή του. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Ρούλα. Προχώρησε λίγο χωρίς να τον δει, κάθισε πάνω σε κάτι κασόνια με σταφύλια και έβαλε το κεφάλι στα χέρια.
Ο Μίλτος άφησε τη χειροτεχνία του και σηκώθηκε. «Βρε, βρε, βρε!» είπε και την πλησίασε, σταμάτησε όμως όταν είδε τα μάτια της υγρά. «Κλαις;» Το πρόσωπο της κοπέλας τον κοίταξε με μία σκοτεινιασμένη έκφραση κι αυτός ένιωσε κάτι μέσα του να σηκώνει λευκή σημαία.

«Θες να σ’ αφήσω μόνη;» είπε τελικά, ελπίζοντας να του ζητήσει να κάτσει.

«Όχι... κάτσε».

Ανέβηκε στο κασόνι δίπλα της και αποτραβήχτηκε δυο πόντους όταν ένιωσε τα πόδια τους να αγγίζονται. Δεν είχε ξαναδεί άλλη φορά αυτή την πλευρά της Ρούλας, μιας κοπέλας που νόμιζες πως ήταν χαρούμενη κατ’ επάγγελμα. Ο μέσα Μίλτος τού φώναζε να πει οπωσδήποτε κάτι.

«Δεν περίμενα να σε βρω εδώ», έκανε μετά από λίγο η Ρούλα σπάζοντας πρώτη τη σιωπή.

«Έρχομαι όταν πάει στη γέφυρα ο βλάκας, ο Χάρης. Αυτός σίγουρα δε θα με παρακολουθεί απ’ τις εσωτερικές κάμερες, παίζει όλη την ώρα πόκερ με τ’ αστέρια ή κάτι τέτοιο». Έγινε πάλι η προηγούμενη σιωπή. Η κοπέλα δίπλα του λικνιζόταν σ’ έναν εσωτερικό ρυθμό και έδειχνε τόσο εύθραυστη και μόνη, τόσο αληθινή, μίλια μακριά από εκείνη την ανέμελη Ρούλα που ήξερε τόσο καιρό ο Μίλτος. Του ήρθαν στο νου εικόνες προστασίας και φροντίδας – η Ρούλα μικρό παιδί κι αυτός να την έχει στην αγκαλιά του, η Ρούλα κουταβάκι κι αυτός να τη χαϊδεύει – υπέροχα τρυφερές και σεξουαλικές ταυτόχρονα.

«Δεν τον συμπαθείς και πολύ».

«Ποιον, τον Χάρη; Πλάκα μου κάνεις; Ο τύπος είναι διαφήμιση δυσκοιλιότητας. Νομίζω πως ούτε η Κάτια τον συμπαθεί».

«Τουλάχιστον, αυτός δεν την τυραννάει» σχολίασε η κοπέλα με χαμηλωμένο το κεφάλι και ο Μίλτος την κοίταξε προβληματισμένος. «Θες να πεις ότι ο Γιάννης...;» ρώτησε διστακτικά φροντίζοντας να καλύψει αυτούς τους δύο πόντους που τους χώριζαν και ν’ ακουμπήσουν τα πόδια τους. Ένιωσε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Μου φωνάζει και με βρίζει. Όλη την ώρα. Μια φορά, κόντεψε και να με χτυπήσει. Τον σιχαίνομαι».

Ο μέσα Μίλτος ταυτίστηκε με τον έξω Μίλτο και ακούμπησαν το κοινό τους χέρι στους ώμους της Ρούλας. Κάποιος αόρατος διακόπτης πατήθηκε, η κοπέλα κατάρρευσε πάνω του με έναν αναστεναγμό κι έβαλε τα κλάματα.

«Τον μισώ, τον μισώ», είπε με λυγμούς, «λέει ότι είμαι ηλίθια και λέει ότι το ξέρω καλά. Πως όταν πεθάνω πρέπει να δωρίσω το σώμα μου στην επιστήμη, λέει, γιατί μόνο για ανταλλακτικά χρησιμεύω κι αυτά μεταχειρισμένα, στο κεφάλι έχω μπάζα, είμαι ένα χαρτί περιτυλίγματος όλο κι όλο. Λέει κι άλλα...» Η φωνή της κοπέλας χάθηκε μέσα στα αναφιλητά.

Την άφησε να κλαίει και προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Το κεφάλι της ήταν γερμένο στο λαιμό του, τα δάκρυά της μούσκευαν τη διαστημική του φόρμα και το στήθος της είχε φτάσει σε απόσταση βολής από το χέρι του• δεν το πιστεύω!... φώναζε ενθουσιασμένα ο μέσα Μίλτος και προσπάθησε να θυμηθεί τα λόγια που έλεγε πάντα στις γυναίκες όταν ήθελε να τις παρηγορήσει. Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και ένιωσε το κλάμα της να καταλαγιάζει. «Μοιάζει κατάρα όμως είναι ευλογία», της εξήγησε καταπραϋντικά στύβοντας το κεφάλι του να θυμηθεί και τη συνέχεια. «Απλά έφτασες σε σταυροδρόμι, ξεπλήρωσες ένα κάρμα, όπως λέει το Κομμουνιστικό Κοράνι. Και πρέπει ν’ αφήσεις την παλιά κατανόηση για να δεχτείς την καινούργια».

Η κοπέλα τον άκουγε αμίλητη μεταδίδοντάς του ένα αδιόρατο τρέμουλο κι αυτός συνέχισε: «Μη σκέφτεσαι τις βλακείες του Γιάννη. Εγώ ξέρω αυτό που δεν είδε ποτέ αυτός. Τον πραγματικό σου εαυτό, την καθ’ αυτή Ρούλα».

«Και πού τον ξέρεις εσύ τον πραγματικό μου εαυτό;»

«Τον έχω καταλάβει από την αρχή που σε γνώρισα στο show. Εγώ είμαι εξερευνητής της ουσίας. Να σου πω ένα μυστικό; Σου γράφω ποιήματα! Ναι, μη με κοιτάς έτσι! Άκου τώρα να δεις τι συμβαίνει μ’ εσένα: καμώνεσαι την άνετη γιατί κατά βάθος φοβάσαι ν’ αντικρίσεις το Είναι σου σ’ όλη την ολότητά του. Έπεσες στην παγίδα της αστικής ηθικοφροσύνης και γυρεύεις να σ’ αγαπήσουν γι’ αυτό που δείχνεις, όχι γι’ αυτό που είσαι». Ένιωσε το Γιν-Γιανγκ του στήθους της να τον πιέζει στα πλευρά καθώς η κοπέλα μετακινήθηκε ελαφρά και κόλλησε ακόμα περισσότερο επάνω του. «Αλλοτριωμένη συνείδηση, φετιχισμός του Φαίνεσθαι, όπως λέει πάλι το Κομμουνιστικό Κοράνι».

Πέρασαν αρκετά σιωπηλά δευτερόλεπτα. Στο τέλος η Ρούλα αναστέναξε και δήλωσε θλιμμένα: «Δεν το ‘πιασα αυτό που είπες, πάντως σ' ευχαριστώ, καλό ακούστηκε και θα ‘θελα να ‘ταν έτσι όπως το ‘πες. Ο Γιάννης όμως έχει δίκιο, φοβάμαι... Πρέπει να το παραδεχτώ, το μυαλό μου δεν είναι φτιαγμένο για... για πολύπλοκα πράγματα. Πάντα ήθελα κάποιος άλλος να παίρνει τις αποφάσεις. Ίσως να έχω ωραίο σώμα –ίσως, δεν είμαι σίγουρη– όμως τελικά είναι το μόνο που έχω. Ένα χαρτί περιτυλίγματος...»

«Μα ακριβώς, δεν το βλέπεις;» έκανε ο Μίλτος αυτοσχεδιάζοντας. «Το σώμα σου είναι το πνεύμα σου! Είσαι πολύ πνευματική, κατά υλιστικό τρόπο όμως. Ένα χαρτί περιτυλίγματος που τυλίγει τον εαυτό του, το Κομμουνιστικό Κοράνι το ονομάζει αυτό: διαλεκτική ταύτιση Ύλης και Πνεύματος –ξέρεις, νομίζω πως έφτασες στο κατάλληλο σημείο για να μυηθείς στη Μεταφυσική Αριστερά».

«Λες; Δεν ξέρω... Δεν είμαι καν σίγουρη ότι σε καταλαβαίνω. Τι εννοείς όταν λες Πνεύμα;»

«Το Πνεύμα είναι αυτό που έχει ο άνθρωπος και υπερτερεί έναντι των ζώων που δεν το έχουν», εξήγησε ο Μίλτος. «Επίσης, αυτό που δεν έχουν οι ωραίες γκόμενες και υπερτερούν έναντι των σοβαρών γυναικών που το έχουν». Το χέρι του έτρεξε δοκιμαστικά στην πλάτη της, δεν είδε καμία αντίδραση και συνέχισε χαμηλότερα. «Οπότε, το να διαθέτεις δικαιοδοσία σε μια ανώτερη γνωστική διάσταση και πρόσβαση σε μια υψηλότερη οντολογική βαθμίδα, δεν αποτελεί πάντα πλεονέκτημα – πιο σημαντικό είναι να έχεις ωραίο κώλο», κατέληξε. Ο μέσα Μίλτος συνάντησε την καθ’ αυτή Ρούλα χουφτώνοντάς την.

«Όχι, καλύτερα μην το κάνεις αυτό», έκανε η κοπέλα. «Σταμάτα καλύτερα, δεν–».

«Έχε μου εμπιστοσύνη, μόνο για λίγο» τη διαβεβαίωσε ο Μίλτος καθώς έβγαζε με σβέλτες κινήσεις τη διαστημική του φόρμα και την έστρωνε στο χώμα του θερμοκηπίου. Στάθηκε μπροστά της εντελώς γυμνός (ρουφώντας λίγο την κοιλιά του) και της άπλωσε το χέρι: «Είναι ένα απαραίτητο βήμα για να ολοκληρωθεί η μύηση».

Η Ρούλα αφέθηκε απρόθυμα να την οδηγήσει στη στρωμένη φόρμα. «Νομίζω πως πρέπει να σταματήσουμε εδώ...» είπε καθώς ένιωθε τα δάχτυλά του να ορμούν προς τα κουμπιά της φόρμας της. «Δεν ξέρω αν είναι σωστό–».

«Φαντάσου», την έκοψε ο Μίλτος με ένταση, «ένα πεύκο μέσα σ’ ένα καλάμι. Εσένα κάτω απ’ τη χαρούμενη κοπέλα που ξέρουν όλοι». Το βλέμμα του, δυνατό σαν σφυρί και κοφτερό σαν δρεπάνι, χτυπούσε τις αναστολές και θέριζε τις αντιστάσεις της, καθώς επαναλάμβανε το ποίημα που είχε διαθέσιμο για να ρίχνει γκόμενες. «Πώς κατάφερες να κρυφτείς τόσο καλά που ούτε εσύ δε σ’ ανακάλυψες;» Τα δάχτυλά του μαδούσαν ένα-ένα τα κουμπιά της φόρμας της. «Πώς χώρεσες όλη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στο μπουκάλι που πέταξες στον ωκεανό;» Ένα μόνο κουμπί συγκρατούσε πλέον τα δύο παραθυρόφυλλα της φόρμας, ο Μίλτος το ξεκούμπωσε και βρέθηκε αντιμέτωπος με το χειρότερο εχθρό του άντρα: το σουτιέν. Μαύρο και ημιδιάφανο, έδινε ίσα-ίσα μία υπόσχεση στήθους που τον έκανε να την αγκαλιάσει με έμπειρες κινήσεις εραστή και να ψηλαφίσει πίσω στην πλάτη της για το κούμπωμα.

«Πάντως, είχες δίκιο σ’ ένα πράγμα», είπε η Ρούλα. «Το παίζω χαρούμενη για να κρύβω την ανασφάλειά μου. Κατά βάθος προσπαθώ να αμυνθώ και – όχι έτσι, τράβα το προς τα έξω».

«Μα προς τα έξω τραβάω κι εγώ... Μισό λεπτό». Πήγε πίσω από την πλάτη της και προσπάθησε να καταλάβει πώς ανοίγει η τιράντα. «Υπάρχουν ορισμένα εμπόδια που υπονομεύουν τη διαδικασία της μύησης», σχολίασε.

«Είναι παλιό και καμιά φορά μαγκώνει – άουτς!»

«Ωχ, συγνώμη».

«Μην το τραβάς απότομα».

«Πήγα να κάνω μια ριζοσπαστική πράξη για να τελειώνουμε». Ο Μίλτος είχε αρχίσει να αγχώνεται. «Κοίτα, δεν το βγάζεις εσύ καλύτερα;» πρότεινε καθώς στο μυαλό του τριγύριζαν Μεγαλέξανδροι και Γόρδιοι Δεσμοί.

Η Ρούλα έβαλε τα χέρια της πίσω απ’ την πλάτη, πασπάτευσε και τράβηξε. «Μάγκωσε πάλι...»

«Καλά, άστο», είπε ο Μίλτος που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι νικήθηκε από ένα σουτιέν.

«Συνήθως μου το ανοίγει ο Γιάννης», είπε η Ρούλα ενώ γυρνούσε στο πλευρό για να τον βοηθήσει να φτάσει το φερμουάρ στο πλάι του παντελονιού της φόρμας. «Πάντα τα καταφέρνει, δεν ξέρω πώς. Ίσως αυτός μου το χάλασε».

Το παντελόνι άνοιξε, τραβήχτηκε, βγήκε, πετάχτηκε βιαστικά, και ο Μεταφυσικός Αριστερός κοίταξε το ημίγυμνο αποτέλεσμα κάτω απ’ τα πόδια του: η κοπέλα ήταν τόσο όμορφη σαν να ‘χε βγει από διαφήμιση. Το βλέμμα του χάιδεψε το καλογραμμένο της πρόσωπο, το στήθος που ανεβοκατέβαινε με το ρυθμό της αναπνοής και τους χυτούς, σαν ανάποδα μπουκάλια, μηρούς. Το δέρμα της είχε αποκτήσει έναν σκούρο τόνο από τις παλιές ηλιοθεραπείες, σαν καφές με γάλα, που μόνο στις παρυφές του στήθους γινόταν κάπως πιο ανοιχτός, σαν γάλα με καφέ. Σίγουρα πάντως η κοπέλα είχε ζάχαρη. Παντού.

Ο Μίλτος έσκυψε επάνω της και φίλησε την κοιλιά της. Το δέρμα της ανατρίχιασε, απέκτησε την υφή μπάλας του μπάσκετ – προσπάθησε να διώξει τον Γιάννη από το μυαλό του και να συγκεντρωθεί στο παρόν: η κοπέλα ήταν κούκλα, μισόγυμνη, υλικοπνευματική, ξαπλωμένη• κρίμα που εκείνη ακριβώς τη στιγμή βρήκε να μπει η Κάτια στο θερμοκήπιο.

«Τι τρέχει εδώ;»

Ήταν τόσο έντονη η αντίθεση αυτού του ήχου με όλους τους προηγούμενους, που ο Μίλτος χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα να τον συνειδητοποιήσει. «Ε, να...» ψέλλισε τελικά ενώ είχε μείνει ακόμη σκυμμένος πάνω από την κοιλιά της Ρούλας, «βασικά, μόλις ετοιμαζόμουν να τη μυήσω–».

«Να τη μυήσεις;!»

«–ναι και, εμμμ, βρήκες τη χειρότερη στιγμή για να ‘ρθεις». Τραβήχτηκε λίγο στο πλάι καθώς προσπαθούσε να φανταστεί τη σκηνή με τα μάτια της Κάτιας. Δεν το πιστεύω!... φώναζε απογοητευμένος ο μέσα Μίλτος.

«Ουφ, άσε με!» Με μία ξαφνική κίνηση, η Ρούλα γλίστρησε και σηκώθηκε όρθια. «Αφού σου είπα όχι!». Προχώρησε ως τα πεταμένα κομμάτια της φόρμας της, τα σήκωσε και άρχισε να τινάζει τα χώματα. Ο Μίλτος είχε μείνει ξαπλωμένος με το κεφάλι κρεμασμένο στον αέρα, εκεί που πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν ο αφαλός της Ρούλας.

«Μάλιστα», ανακοίνωσε η Κάτια με αιχμηρό ύφος, «μόλις που πρόλαβα, δηλαδή. Πάνω που ετοιμαζόταν να σε βιάσει».

«Να τη βιάσω;» ρώτησε έκπληκτος ο Μίλτος.

«Να με βιάσει;» ρώτησε έκπληκτη η Ρούλα.

«Σαφώς. Ενέδωσες σε ερωτοτροπίες ενώ δεν ήθελες, άρα είσαι τουλάχιστον θύμα απόπειρας».

«Τι να σου πω... εγώ πάντως δε νιώθω θύμα».

«Α, ώστε αρνείσαι ν’ αντικρίσεις την πραγματικότητα;»

«Καθόλου, όμως – πώς να σου το εξηγήσω; – δεν ήταν ακριβώς ‘απόπειρα’».

«Μια στιγμή, μια στιγμή!» πετάχτηκε ο Μίλτος.

«Βούλωστο εσύ! Και τι ήταν, δηλαδή, κατά τη γνώμη σου;»

«Μάλλον ‘παρεξήγηση’ θα το ‘λεγα», απάντησε η Ρούλα. «Ξέρεις, το προκάλεσα κι εγώ ως ένα βαθμό».

«Ήσουν από παλιά έτσι ενοχική και αυτοκαταστροφική;»

«Μα γιατί θες σώνει και καλά ν’ αποδείξεις ότι πήγε να με βιάσει;»

«Μα γιατί θες σώνει και καλά ν’ αποδείξεις ότι πήγα να τη βιάσω;»

«Δε θέλω ν’ αποδείξω τίποτα – εσύ, βούλωστο! – απλώς σου ανοίγω τα μάτια».

«Ναι, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι δεν ήταν βιασμός».

«Δεν ξέρεις εσύ τι είναι βιασμός. Εγώ ξέρω».

«Όμως–» πήγε να πει ο Μίλτος.

«Κορίτσι μου, του είπες ή δεν του είπες ‘όχι’; Κι αυτός συνέχισε, έτσι δεν είναι;» πήρε φωτιά η Κάτια. «Τελεία και παύλα!»

«Ε, καλά, όταν λέω ‘όχι’ δεν εννοώ ‘όχι’... καταλαβαίνεις», εξήγησε η Ρούλα. «Αν ήταν έτσι, τότε έχω βιαστεί πολλές φορές στη ζωή μου».

«Το φαντάστηκα, έχεις νοοτροπία θύματος».

«Έχω βιάσει κιόλας».

«Παρόλο που έτσι νομίζεις, στην πραγματικότητα πάλι σε βίασαν. Είναι μέσα στην πανουργία των αντρών αυτό, να κάνουν τις γυναίκες να αισθάνονται υπεύθυνες».

«Δεν ξέρω... Πολύ κακούς τους περιγράφεις τους άντρες».

«Αυτή είναι η φύση τους, κτηνώδης και μισογυνική. Η συνήθης αντρική συμπεριφορά έχει μέσα της μικρές δόσεις βιασμού».

«Επιτέλους, σταματήστε κι οι δυο σας!» φώναξε ο κτηνώδης μισογύνης.

«Μπα... κατά βάθος, οι άντρες είναι χαζοί» είπε στοχαστικά η Ρούλα. «Ό,τι θες τους κάνεις».

«Οι άντρες ανταγωνίζονται τις γυναίκες. Έτσι συνέβαινε πάντα».

Ο Μίλτος είχε μείνει να κοιτάζει μ' ανοιχτό το στόμα πότε τη μία και πότε την άλλη. Τον ξάφνιασαν τα καινούργια βήματα που ακούστηκαν και την επόμενη στιγμή βρέθηκε να κοιτάζει τον Γιάννη που εμφανιζόταν στο θερμοκήπιο. «Ρούλα; Πού διάολο έχει πάει... Ρούλα, είσαι εδώ; Έχω φάει τον τόπο να–». Εδώ ήταν.

Τρία βλέμματα συναντήθηκαν σαν σε τριγωνική μονομαχία της Άγριας Δύσης• θα μπορούσε να ήταν σκηνή από ουέστερν με τίτλο: Η Καλή, ο Κακός και ο Αριστερός. «Ο δικός σου βίασε τη δικιά σου», εξήγησε η Κάτια, «ή τουλάχιστον προσπάθησε. Την τελευταία στιγμή τον πρόλαβα».

«Γιάννη, μην την ακούς αυτήν την υστερικιά», ο Μίλτος σηκώθηκε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του, «το θέμα είναι πολύ απλό και έχει ως εξής: μπορείς να θεωρήσεις ότι φταίνε όλοι εκτός από σένα. Μπορείς όμως να δεις την πραγματικότητα. Η σχέση σας έχει φτάσει σε αδιέξοδο, πρέπει να το παραδεχτείς». Τον κοίταξε με αξιοπρέπεια παρόλο που ήταν ξεβράκωτος και κάπως αναμαλλιασμένος.

«Θα σε σκίσω, ρε καριόλη!». Ο Γιάννης χίμηξε επάνω του με τέτοια μανία που τον πέταξε στο χώμα. «Θα σε σκοτώσω!» ούρλιαξε και τον κλώτσησε όπου έβρισκε. Η Ρούλα τσίριξε.

«Κοίτα, ηρέμησε και – ωχ!»

«Τι να ηρεμήσω, ρε! Σίχαμα! Πέθανες, το καταλαβαίνεις;»

«Μη, Γιάννη, άστον!...»

«Σκάσε κι εσύ, μωρή! Τράβα στην καμπίνα, θα τα πούμε αργότερα».

«Εντάξει, θα πάω, μα πάρε τουλάχιστον το πόδι σου απ’ το λαιμό του».

«Μμμμππφφφ....»

«Έτσι μπράβο, σκοτωθείτε μεταξύ σας! Να καθαρίζει σιγά-σιγά ο κόσμος απ’ τους άντρες!»

«Γιάννη, υποσχέσου μου ότι δε θα του κάνεις κακό. Σε παρακαλώ...»

«Παρακαλείς; Έχεις το θράσος να παρακαλείς κιόλας; Θα σου μαδήσω–»

«Αχ!»

«–τα μαλλιά τρίχα-τρίχα! Θα σε κουρέψω και θα σε κλείσω σε μοναστήρι, αν γυρίσουμε πίσω... αμάν, μου ξέφυγε ο άλλος. Έλα δω, ρε! Βγες απ’ τη Μονάδα Ανακύκλωσης, αν είσαι άντρας!»

«Ηρέμησε πρώτα και θα βγω».

«Ναι, ρε Γιάννη, καλά σου λέει, ηρέμησε!»

«Όχι, Γιάννη, μην ηρεμείς! Δείξε τον πραγματικό σου εαυτό, σαν άντρας που είσαι!»

«Έλα, βρε μωρό μου, ηρέμησε. Έλα. Δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο, ψόφια πράματα».

Για μια στιγμή, δε μίλησε κανείς. Ούτε στην επόμενη στιγμή. Πέρασαν πολλές στιγμές έτσι, με τον Γιάννη να καταβάλει προσπάθεια για να μην γκρεμίσει τη Μονάδα Ανακύκλωσης, τη Ρούλα που του έπιανε το μπράτσο διστακτικά και τον κοιτούσε με ένα ικετευτικό ύφος αρχαίας τραγωδίας, καθόλου ταιριαστό με τα μαύρα της εσώρουχα. Η Κάτια παρακολουθούσε συνεπαρμένη κι ο Μίλτος έκανε ένα δοκιμαστικό βήμα έξω από τη Μονάδα. Είδε ότι παρέμεινε ζωντανός και έκανε άλλο ένα. Η όλη εικόνα είχε κάτι το ονειρικό – σχεδόν ακατάληπτο – στην αισθητική της ή τουλάχιστον αυτό σκέφτηκε ο Τάκης που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή στο θερμοκήπιο. «Α, εδώ είστε;... Δεν πιστεύω να διακόπτω κάτι, ε; Πείτε μου αν πρέπει να φύγω».

Γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν. Κατόπιν, στράφηκαν στον Μίλτο που έβαζε διστακτικά τη φόρμα του. Πέρασε πρώτα το ένα πόδι, «πάντως, επιρρίπτω στον εαυτό μου το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης» είπε και κατόπιν πέρασε το άλλο. «Δε φταίει μόνο η κοπέλα, είναι λογικό να μην μπορεί ν’ αντισταθεί στις δονήσεις υγιούς ερωτισμού που εκπέμπω».

Ο Γιάννης πήγε να πει κάτι όμως το άφησε. Ξαφνικά ένιωσε κουρασμένος, πολύ κουρασμένος. Κάθισε σ’ ένα κιβώτιο, συμπτωματικά στο ίδιο αυτό κιβώτιο που υποστήριξε την προσέγγιση Ρούλας – Μίλτου, έβαλε το κεφάλι πάνω στο χέρι και το χέρι πάνω στο πόδι. «Δεν ξέρω, μπορεί να φταίω κι εγώ», μονολόγησε. «Μου τη δίνουν άσχημα όλα. Όλα! Αυτό το ταξίδι μου, μου... μου έχει ξεσκίσει τα νεύρα. Τι να πω, γαμώτο...» Το υποσυνείδητό του σημείωσε ότι το κιβώτιο έμοιαζε κάπως ζεστό.

«Πρέπει πάντως να το δεχτείς», του είπε με κατανόηση ο Μίλτος. «Μοιάζει κατάρα όμως είναι ευλογία. Έφτασες σε σταυροδρόμι, ξεπλήρωσες ένα κάρμα».

«Κι εσύ πού το ξέρεις;»

«Εγώ βλέπω τα πράγματα όπως είναι, όχι όπως φαίνονται. Είμαι εξερευνητής της ουσίας».

«Και τι εξερευνητής είσαι που δεν μπορείς ν’ ανοίξεις ένα σουτιέν;».

Ένα χάχανο ακούστηκε εκείνη τη στιγμή. Δύο χάχανα, για την ακρίβεια. Ή μάλλον τρανταχτά γέλια, πολλά και ακατάσχετα, καθώς οι αστροναύτες ξεσπούσαν ασυγκράτητοι κοιτώντας τον. Όλοι τους• η Κάτια, η Ρούλα, ο Χάρης, ακόμα κι ο Γιάννης δίπλα του γκάριζε σαν γάιδαρος και χτυπούσε μανιασμένα το χώμα. Δεν το πιστεύω... φώναξε ο μέσα Μίλτος για τρίτη φορά μέσα σε λίγη ώρα. Οι εσωτερικές κάμερες του θερμοκηπίου τον έδειχναν με το δάχτυλο από το ταβάνι και του ομολογούσαν ότι μόλις έγινε ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που πρωταγωνίστησε σ’ ένα reality show μέσα σ’ ένα reality show.

«Πολύ καλός, λέμε!» του είπε σε μια στιγμή η Ρούλα χωρίς να σταματήσει να γελάει. «Ναι! Άπαιχτος! Θεϊκός!», συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι χωρίς να σταματήσουν να γελάνε.

Με τη φόρμα του ακόμα μισοφορεμένη, ο Μεταφυσικός Αριστερός προχώρησε και βγήκε από το θέατρο του θερμοκηπίου. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε πίσω του ήταν τους αστροναύτες να αναπλάθουν τα highlights της παράστασης («Φαντάσου ένα πεύκο κρυμμένο σ’ ένα μπουκάλι, πολύ καλό!» – «Όχι, είπε: ένα πεύκο κρυμμένο σ’ ένα καλάμι, το μπουκάλι πάει με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια»). Δυστυχώς πίστευε στην ειρήνη, την αγάπη και τη μη-βία, οπότε δεν μπορούσε να τους ξεκοιλιάσει όλους.

........................................................................................................
Μακριά από όλα αυτά τα εγκόσμια, ο Κίνζι έκανε υπολογισμούς στις κατευθύνσεις του απείρου. Οι υπεραγωγοί της μνήμης του ήταν απασχολημένοι αναλύοντας πλήθος δεδομένων και δοκιμάζοντας τυχαίες συντεταγμένες – ψηφιακούς ψύλλους στα συμπαντικά άχυρα για ν’ ανακαλύψουν την πιθανή διαδρομή που είχε κάνει ο Οδυσσέας. Δεν ήταν απλό. Απόκλιση ενός τίποτα της μοίρας κατέληγε μακροπρόθεσμα σε διαφορά θέσης πολλών ετών φωτός, και η κάθε μοίρα του χάρτη είχε άπειρα τίποτα μέσα της.

Αν και το λειτουργικό του σύστημα ήταν μόνιμα απασχολημένο, κρατούσε ελεύθερο ένα απειροελάχιστο κομμάτι της μνήμης του για να οργανώνει τα συστήματα του σκάφους και να συνεννοείται με τους αστροναύτες. Όπως επίσης και για να παίζει τα ηλίθιά τους παιχνίδια. Φουλ του άσου με οκτάρια!… σάρκασε μέσα του ο Κίνζι στα γιαπωνέζικα. Ένωσε αφηρημένα τα αντίστοιχα αστέρια πάνω στον Αστερισμό του Πόκερ, σχηματίζοντας τις δύο κίτρινες στήλες που στοίχισαν στον Χάρη τρεις μερίδες σταφύλια, και αμέσως η τράπεζα δεδομένων του τις αντιπαρέβαλλε με μερικά εκατομμύρια γνωστά ανθρώπινα σχήματα. Σαν δύο λοξούς παραστάτες μιας στραβής πύλης, μονολόγησε ο Κίνζι. Η οποία ανοίγει μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και οδηγεί… πού; Υπολόγισε σαν παιχνίδι το βαρύκεντρο της πύλης με ακρίβεια τριακοστού έκτου δεκαδικού ψηφίου και δοκίμασε να το προεκτείνει μερικές χιλιάδες έτη φωτός. Μα βέβαια! Αυτό ήταν! Οι διαθέσιμες πληροφορίες για την πορεία του σκάφους και τα δεδομένα αυτής της κατεύθυνσης (γιαπωνέζικη έκφραση που αποδίδεται: ‘ταιριάζω σαν γάντι’)! Έκανε μερικές επαληθεύσεις ακόμα και επιβεβαίωσε ότι (γιαπωνέζικη έκφραση που αποδίδεται: ‘πετυχαίνω διάνα’). Εντολές προθέρμανσης στάλθηκαν στον κινητήρα αντιβαρύτητας, ηχητικά μηνύματα προετοιμασίας για τους αστροναύτες αντήχησαν από τα μεγάφωνα, και ο Οδυσσέας περιστράφηκε αργά προς το γκεστάλτ φουλ του άσου μέσα στον Αστερισμό της γκεστάλτ τράπουλας.

Μετά από λίγα λεπτά άρχισε να κινείται με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα. Στην κεντρική οθόνη του υπολογιστή ήταν γραμμένο: Τora! / Τora! / Τora!


(συνεχίζεται εδώ)

6 σχόλια:

akindynos είπε...

Μόνο υποσχέσεις, στην πραγματικότητα ούτε σεξ ούτε βία.

Elias είπε...

Είναι τα ορεκτικά. Ούτε που φαντάζεσαι τι έχει να γίνει στη συνέχεια

Ανώνυμος είπε...

Μόνον μην εμφανίσεις πάλι τον Αρναούτογλου κι έχουμε άλλα...

Elias είπε...

Εκείνη η τύπισσα ήταν τόσο τέλεια, ώστε στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποιος φίλος που μου κάνει πλάκα! Στην πορεία, βρήκα και ποια ήταν, πώς τη λέγαν, με τι ασχολείται, βρήκα φωτογραφίες της (ωραίο μωρό, παρεμπιπτόντως)

Αχ, όλα αυτά γράφτηκαν το 2002, κ. Δύτη. Δεν ξέρω αν υπήρχε τότε Αρναούτογλου, δεν έβλεπα καθόλου TV. Ήμουν πολύ απασχολημένος με άλλα πράγματα

Ανώνυμος είπε...

ΕΠΙΑΣΕΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΡΕΑΛΙΤΙ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ???? ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΑΣΧΟΛΗΣΕ ΜΕ ΚΑΤΙ ΠΙΟ ΠΕΤΥΧΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΣΕΝΑ!!!! ΕΙΣΑΙ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΟΣ!! ΠΑΙΞΕ ΠΡΩΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΡΙΑΛΙΤΙ Κ ΣΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΟΡΟΙΔΕΒΕ ΜΕ ΔΙΑΣΤΗΜΟΠΛΟΙΑ ΚΑΙ Μ...ΚΙΕΣ

Ανώνυμος είπε...

(πλάκα κάνω, εγώ ήμουν αυτή τη φορά!)