VI. Show Business

(συνέχεια από εδώ)

Το 13ο αιώνα, ο Άγιος Θωμάς ο Ακυινάτης δίδαξε ότι ο Θεός είναι το Πρώτο Κινούν, η ενεργός αιτία κάθε φαινομένου, παράλληλα όμως και τα δημιουργημένα πλάσματα διαθέτουν ένα βαθμό αυτοκινησίας. Το βράδυ της 20ης Απριλίου 2063, ο Χρήστος, ο φορτηγατζής, ήταν έτοιμος να πιστέψει ότι η νταλίκα κινούταν με τη δύναμη του αέρα, όχι του κινητήρα. Διάολε, ήταν λες κι η φύση έριχνε όλο της το απόθεμα από βροχή και άνεμο πάνω στα Τέμπη!...

Με δυσκολία κρατούσε το τιμόνι σταθερό κι ούτε που θυμόταν πότε τον είχε προσπεράσει το τελευταίο αυτοκίνητο. Μεγάλο λάθος που ανέλαβε αυτό το δρομολόγιο, έφτανε πια στα όρια της κούρασής του, όμως είχε δυο παιδιά να μεγαλώσει κι οι δουλειές πέσαν κατακόρυφα από τότε που ολοκληρώθηκε εκείνο το διαστημόπλοιο. Στο φινάλε, πάλι καλά που βρέθηκε κι αυτή η φορτωτική μεταλλαγμένου κρασιού για Λάρισα και θα έβαζε καμιά δεκαριά ευρωδολάρια στην τσέπη, οι καιροί δεν ήταν καλοί. Και ο συγκεκριμένος καιρός, εκείνο το βράδυ, είχε πολλά μποφόρ κακίας μέσα του.

Άνοιξε το ραδιόφωνο κι έπιασε κάτι παλιά λαϊκά του 2050. Λαρισαϊκός σταθμός• άντε, κουράγιο, φτάνουμε. Έπνιξε ένα χασμουρητό και δυνάμωσε την ένταση για να τον κρατάει ξύπνιο, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να χασμουρηθεί άλλη μία φορά. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, σαν το παρμπρίζ που γέμιζε νερά. Τα σκούπισε με την παλάμη του όμως δεν είδε καμία βελτίωση, όπως ακριβώς δεν έβλεπε καμία βελτίωση και με τους υαλοκαθαριστήρες. Τι υποτίθεται ότι κάναν; Ίσως έπρεπε να τους κλείσει. Ίσως έπρεπε να τους προσαρμόσει στα μάτια του.

Σύντομα θα ‘φτανε στη Λάρισα, θα παρέδινε το φορτίο, και μέχρι τα χαράματα – πρώτα ο Θεός – θα γύριζε στη Θεσσαλονίκη. Τα παιδιά θα ήταν ακόμα στα κρεβάτια τους, ενώ η σύζυγος θα ‘χε ξυπνήσει και θα παρακολουθούσε τις τελευταίες εξελίξεις στο Greeks in Space! Θα κουβέντιαζαν λίγο τρώγοντας κάτι, θα έκανε ένα μπάνιο, και μετά θα κοιμόταν σαν άνθρωπος. Να κοιμόταν, τι καλά! Ίσως μπορούσε και τώρα να ρίξει έναν υπνάκο στο πρώτο πάρκινγκ που θα ‘βρισκε, έτσι για λίγο... Όμως όχι, αν ήθελε να ‘ναι το πρωί στη Θεσσαλονίκη, όφειλε να συνεχίσει. Έβαλε την ένταση του ραδιοφώνου στο τέρμα και η καμπίνα γέμισε με παλιές, ξεχασμένες πενιές:

Μία φούντωση, μια φλόγα
Έχω μέσα στην καρδιά
Θα χτικιάσω αν ακούσω
«Φραγκοσυριανή» ξανά.

Όλοι οι σταθμοί της Σύρου
Και του δρόμου οι μουσικοί
Από το πρωί ως το βράδυ
Παίζουν «Φραγκοσυριανή».

Στον καθρέφτη ήταν στερεωμένος ο Άγιος Χαράλαμπος, προστάτης των φορτηγατζήδων, πλάι σε μία πλακέτα φωτοδιόδων που πληροφορούσε με κόκκινα γράμματα τα αντίθετα κινούμενα αυτοκίνητα, Κουράγιο: Ζωή Είναι, Θα Περάσει. Στο κάθισμα δίπλα του ήταν ακουμπισμένο το πιο πολύτιμο χαρτί του κόσμου, το τιμολόγιο της φορτωτικής. Το βλέμμα του Χρήστου ήταν τόσο συγκεντρωμένο στην άσπρη γραμμή του δρόμου ώστε δεν πρόσεξε ένα περίεργο θάμπωμα που εμφανίστηκε κάποια στιγμή δίπλα του. Ούτε που κατάλαβε τη λασπερή ομίχλη, σαν παχύρρευστη αμοιβάδα, που απλώθηκε παντού μέσα στην καμπίνα της νταλίκας. Όταν η ομίχλη ακούμπησε το κεφάλι του, αυτός σκεφτόταν μόνο το κρεβάτι του στη Θεσσαλονίκη. Η ομίχλη χάθηκε το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε, ενώ ο Χρήστος συνέχισε να σκέφτεται...

Όπου και να τριγυρίσω
Φοίνικα, Παρακοπή
Γαλισά και Ντελαγκράτσια
Πάντα η «Φραγκοσυριανή».

Ίσως αν έκλεινε τα μάτια του για δυο δευτερόλεπτα, δε θα πείραζε και τόσο... Στο κάτω-κάτω, κανένα αυτοκίνητο δεν κυκλοφορεί και σαν να κόπασε κάπως ο άνεμος. Έλα, μωρέ, τι πειράζει να κλείσει λίγο τα μάτια του; Έτσι, για να πάρει δυνάμεις. Να, το φορτηγό πάει μια χαρά μόνο του και τον ξεκουράζει τόσο πολύ να κλείνει τα μάτια του, απλώς να τα κλείνει χωρίς να κοιμάται, για λίγο...

Στο Πατέλι, στο Νιοχώρι
Κάτω στην Αληθινή
Μου ανάβουν τα λαμπάκια
Με τη «Φραγκοσυριανή».

Οι μανιασμένες ριπές συνέχισαν να φυσούν στην κοιλάδα των Τεμπών. Ξαφνικά η νταλίκα έχασε κάθε ίχνος αυτοκινησίας και ο άνεμος, το Πρώτο Κινούν, την πέταξε στης Λαρίσης το ποτάμι που το λένε Αχελώο (μετά την εκτροπή).

* * * * *

Στις λεωφόρους του Χάους, μία λασπερή ομίχλη διέσχιζε τα σύνορα των κόσμων. Άμορφη και πρωτοπλασματική, έτρεχε από διάσταση σε διάσταση περνώντας από ενδιάμεσους χωροχρόνους που δεν περιλαμβάνονται σε κανένα κτηματολόγιο. Όσο πλησίαζε τον Υπερβατικό κόσμο, αποκρυσταλλωνόταν βαθμιαία σε κάτι αόριστα ανθρωπόμορφο, σαν παχύρρευστη αμοιβάδα που ανέπτυσσε σπονδυλική στήλη• και για την ακρίβεια, σπονδυλική στήλη μικρού αναστήματος. Ο κόσμος άρχισε να συγκεκριμενοποιείται γύρω, η Υπερβατική Πραγματικότητα παρουσιάστηκε μπροστά της με τη μορφή μίας πόρτας γραφείου, καθώς η σπονδυλωτή αμοιβάδα διαμόρφωνε πόδια και χέρια, ακόμα και γένια.

Ο κοντός τύπος με το μυτερό, περιποιημένο μούσι χτύπησε δύο φορές την πόρτα και μπήκε στο γραφείο: «Εντάξει, αφέντη μου, ο παίκτης αποχώρησε από το show». Πέταξε κάπου το χαρτοφύλακά του και κατάρρευσε σε μία πολυθρόνα αναστενάζοντας. «Ξεθεώθηκα...» μονολόγησε πιάνοντας τα μάτια του. Η πολυθρόνα έτριξε προειδοποιητικά.

«Βρε, καλώς τον!» φώναξε ο ΘτΕ που στεκόταν δίπλα στο παράθυρο και έτρωγε ένα παστέλι. Στο τραπέζι μπροστά του ήταν απλωμένα διάφορα χαρτιά με πράξεις και νούμερα – όχι πολύ μεγάλα.

«Η αλήθεια είναι, αφέντη Παραγωγέ, ότι αυτά τα πήγαινε-έλα ανάμεσα στις Πραγματικότητες έχουν γίνει κουραστικά», είπε το μούσι τραβώντας τα χέρια από τα μάτια του: μαύροι κύκλοι. «Και ακριβά, ανέβηκαν πάλι τα διόδια. Εννιά υπερβατικά δολάρια, για φαντάσου...» έκανε και τεντώθηκε ολόκληρος. Η πολυθρόνα έτριξε απειλητικά.

«Πέρασέ τα στα έξοδα», είπε κοφτά ο ΘτΕ γεμίζοντας τα χαρτιά με ψίχουλα. «Πήρες απόδειξη;»

«Βέβαια, την έχω στο χαρτοφύλακα μαζί με το τιμολόγιο της αποστολής». Το μούσι χαλάρωσε ό,τι κόμπους βρήκε επάνω του, γραβάτα, ρολόι, κορδόνια, ζώνη, έβγαλε τα πόδια του από τα παπούτσια, είδε σε τι κατάσταση ήταν οι κάλτσες του και τα ξανάβαλε μέσα. «Άσε που ο παίκτης δεν ήθελε να αποχωρήσει... Αγωνιζόταν με νύχια και με δόντια να παραμείνει στο show, είδα κι έπαθα να τον διώξω – μα πού έβαλα το χαρτοφύλακα;» έκανε και στριφογύρισε ψάχνοντας. Η πολυθρόνα άφησε ένα τρίξιμο σαν τελεσίγραφο επίθεσης.

«Εμ, γλυκαίνονται από την προβολή και τη δημοσιότητα, και μετά δε φεύγουν», είπε ο ΘτΕ αποτελειώνοντας το παστέλι, «κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στις show business».

«Στο τέλος, αναγκάστηκα να επέμβω στο στέλεχος του εγκεφάλου του για να αποκοιμηθεί», κατέληξε το μούσι. «Ξέρεις, μερική υλοποίηση. Δε μου ‘φταναν τα χρήματα να εκδηλωθώ κανονικά στην Ελληνική Πραγματικότητα, όμως έκανα τη δουλειά μου». Έβγαλε ένα πολυτελές δερμάτινο πορτοφόλι, το άνοιξε προσεκτικά και διαπίστωσε ότι το έξω ήταν ακριβότερο από το μέσα. «Λέω να κάνω μια βόλτα στο λογιστήριο, αφέντη μου, φύγαν πολλά λεφτά στο ταξίδι. Θα αφήσω και το τιμολόγιο, αν βρω το χαρτοφύλακα. Αλήθεια, από πότε την έχουμε αυτή την πολυθρόνα;»

«Προβιβάζεσαι σε Υποδιευθυντή άνευ Χαρτοφυλακίου!» είπε κεφάτα ο ΘτΕ σκουπίζοντας τα χέρια του στο πουκάμισο. «Και μην ασχολείσαι με την πολυθρόνα, είναι πάγιο κεφάλαιο».

Ο Υποδιευθυντής πήγε κάτι να σχολιάσει, όταν ξαφνικά πρόσεξε τη γλάστρα δίπλα στο γραφείο. Ως συνήθως, ήταν σπαρμένη με γόπες φτηνών τσιγάρων. Ως συνήθως, υπήρχε κι ο φίκος που ανταγωνιζόταν με τις γόπες για το λίγο ξερό χώμα, ξεχασμένος από τόσο παλιά που είχε καταντήσει πάγιο κεφάλαιο κι αυτός. Το ασυνήθιστο όμως εκείνη τη μέρα ήταν η δαγκωμένη άκρη ενός πούρου που φύτρωνε ανάμεσα στην υπόλοιπη χλωρίδα της γλάστρας. «Πολυχρονεμένε μου αφέντη, είχες επισκέψεις;»

Ο ΘτΕ έμεινε σιωπηλός. Κοίταξε απλώς τα νύχια στο μακρύ του χέρι και σκέφτηκε ότι χρειάζονταν κόψιμο.

«Θες να πεις», έκανε το μούσι όλο ανησυχία, «ότι συζητάς με κάποιον; Μήπως... για την επιχείρηση;» Είδε τον άλλο να βγάζει ένα νυχοκόπτη από το συρτάρι και συνέχισε: «Ώστε συζητάς! Σκέφτεσαι να την πουλήσεις; Να ‘ναι, άραγε, εκείνο το σχέδιό σου που ακόμα δε μου ‘χεις πει;»

Το νύχι που κόπηκε έβγαλε έναν πάταγο σαν ντουφεκιά.

«Κι εγώ θα μείνω στο δρόμο, αφέντη μου; Τι θ’ απογίνω;...» Ακόμα ένα νύχι κόπηκε. «Πώς θα ταΐσω τα τρία μου παιδάκια – όχι, τέσσερα είναι, όλο το ξεχνάω το τέταρτο, μοιάζει της μάνας του – πώς θα φέρνω μεροκάματο στο σπίτι;» Δύο απανωτά κοψίματα νυχιών. «Κι η γυναίκα μου, αφέντη, περιμένει κι άλλο παιδί! Αν απολυθώ, είμαστε χαμένοι! Θα το ‘χεις στη συνείδησή σου που έδωσες την επιχείρηση και ξεκληρίστηκε μία επταμελής οικογένεια – οκταμελής, αν είναι δίδυμα...»

Ο ΘτΕ έκοψε τα υπόλοιπα νύχια του με τέτοιο ρυθμό που οι κρότοι ακούστηκαν ταυτόχρονα. Στο τέλος, άφησε το νυχοκόπτη χαμογελώντας: «Ποιος σου είπε, βρε αχαΐρευτε, ότι θα μείνεις στο δρόμο! Μπορώ εγώ χωρίς εσένα, λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή; Έννοια σου, το σχέδιό μου είναι μελετημένο για να πιάσουμε την καλή κι οι δυο μας! Θα φάμε, θα πιούμε–».

«Ωχ, πάλι νηστικοί θα κοιμηθούμε...»

«Το άκουσα αυτό. Έλα να σου δείξω, παλιογρουσούζη, και θα καταλάβεις», είπε ο ΘτΕ και πήγε προς την πόρτα του γραφείου.

«Να ‘ρθω, αφέντη μου, αλλά φοβάμαι ότι– αμάν!» Η πολυθρόνα διαλύθηκε μ’ ένα τελειωτικό ‘κρακ’ και το μούσι βρέθηκε στο πάτωμα. Σηκώθηκε με κόπο πιάνοντας τη μέση του, τουλάχιστον όμως ανακάλυψε ότι έγινε Υποδιευθυντής επί Χαρτοφυλακίου: όλη αυτή την ώρα καθόταν πάνω του.

«Ρε, μη μου καταστρέφεις το πάγιο κεφάλαιο», έκανε ο ΘτΕ καθώς έβγαινε στο διάδρομο. «Άντε, πάμε στο control room. Να τι παθαίνεις για να ‘σαι γρουσούζης».

Το ασανσέρ είχε τη συνήθη βλάβη του οπότε κατέβηκαν από τις σκάλες, ο ΘτΕ μπροστά να βαδίζει καμπουριαστά και το μούσι να ακολουθεί κακήν-κακώς. Έφτασαν κάτω στο υπόγειο όπου και σταμάτησαν μπροστά σε μία μεταλλική πόρτα με επιγραφή: Control Room – Απαγορεύεται η Είσοδος σε Ανηλίκους. Ο φύλακας απ’ έξω έκανε μία βαθιά υπόκλιση μόλις τους είδε, κατόπιν σηκώθηκε γκρινιάζοντας και βρίζοντας, δέχτηκε όμως να τους ανοίξει όταν ο ΘτΕ τού υποσχέθηκε ότι θα πληρωθεί «σύντομα».

Ήταν μία πραγματικά μεγάλη αίθουσα. Στην Υπερβατική Εφορία είχε δηλωθεί ως ‘αποθηκευτικός χώρος’, το ανθρώπινο μάτι όμως θα αλληθώριζε μπροστά στην αίσθηση βάθους που έδιναν οι ατέλειωτες σειρές με τις κονσόλες, και θα στράβιζε καθώς θα προσπαθούσε να εστιάσει στα αμέτρητα καμαράκια με τους τεχνικούς ήχου & εικόνας. Το γεγονός ότι όλος αυτός ο εξοπλισμός χωρούσε σ’ ένα υπόγειο μόλις εξήντα δηλωμένων τετραγωνικών, δεν είχε να κάνει με την ανικανότητα του ανθρώπινου νου να αντιλαμβάνεται απειροδιάστατους χώρους αλλά με το γενεσιουργό δυναμικό που διαθέτει μία δήλωση εφορίας σε κάθε Πραγματικότητα συναφή της Ελληνικής. Μόλις μπήκαν τα αφεντικά τους, όλοι οι υπάλληλοι στάθηκαν προσοχή. «Δώστε μας πλάνο απ’ το καινούργιο σκηνικό», διέταξε ο ΘτΕ «και φέρτε καφέ. Όχι απ’ αυτόν που πίνει το προσωπικό».

Τους οδήγησαν σε ένα απομονωμένο γραφείο και κάποιος άφησε μπροστά τους δύο κούπες. Ο ΘτΕ άραξε σ’ ένα κάθισμα και πήρε τη μία. «Λοιπόν, δώσε βάση: έχουμε αυτούς τους πέντε ανόητους στο διάστημα που ανεβάζουν την τηλεθέαση και μαζεύουμε κάποια λεφτά».

«Μάλιστα, 22,7% στην τελευταία μέτρηση» είπε το μούσι από το διπλανό κάθισμα, κοιτώντας θλιβερά το χαρτοφύλακά του που είχε αποκτήσει ένα ελλειψοειδές βούλιαγμα.

«Δεν το ξέρεις, δεν το ‘πα σε κανέναν, όμως πριν οκτώ χρονάκια έκανα μερικές επισκέψεις στην Ελληνική Πραγματικότητα. Χάλια είναι».

«Η Ελληνική Πραγματικότητα;»

«Όχι, αυτός ο καφές. Θα ‘θελα να ‘ξερα τι πίνει το προσωπικό. Πού είχα μείνει; Α ναι, μαγείρεψα κάποια πραγματάκια, που λες, για να γίνει αυτό το διαστημικό show – τίποτα το ιδιαίτερο, κανόνισα να στραφεί το Κέπλερ σ’ ένα συγκεκριμένο αστέρι με έναν συγκεκριμένο πλανήτη και προκάλεσα μια κατολίσθηση στην Αγία Σωτήρα Γρεβενών. Με παρακολουθείς;»

«Μάλιστα, αφέντη μου. Και τι το σπουδαίο υπάρχει σ’ αυτόν τον πλανήτη;» ρώτησε το μούσι βγάζοντας το τιμολόγιο από το χαρτοφύλακά του. Είδε ότι κι αυτό είχε αποκτήσει το ίδιο ελλειψοειδές βούλιαγμα.

«Θα σου πω κάτι και να το θυμάσαι: βρήκα λαυράκι! Άκου, μιλάμε για μια δυναμική επιχείρηση με πολλά λεφτά που επενδύει αποκλειστικά σε Ελληνικές Πραγματικότητες. Θέλει λοιπόν να επεκταθεί για να αποκτήσει ελληνικό μονοπώλιο. Το ‘πιασες;»

«Νομίζω, αφέντη μου. Όμως η γλώσσα σου έχει γίνει μαύρη».

«Τι;... Μπα, δίκιο έχεις, μαύρη είναι. Κάποιο κάθαρμα έριξε μελάνι στον καφέ. Πάμε για μείωση προσωπικού απόψε!» φώναξε μέσα στην αίθουσα. «Τέλος πάντων, δε βαριέσαι. Αυτοί οι πέντε είναι όλα τα λεφτά –ωκυριολεκτικά! Όμως, ας τους ρίξουμε μια ματιά».

Πάτησε μερικά κουμπιά στην κονσόλα. Το μόνιτορ άναψε, τα μεγάφωνα έβγαλαν έναν θόρυβο όλο ηλεκτρικά παράσιτα και ο ΘτΕ με τον Υποδιευθυντή του είδαν τη σκηνή στη γέφυρα του Οδυσσέα: η Κάτια να κάθεται σ’ ένα κάθισμα και να κλαίει, ο Γιάννης να κοιμάται δίπλα της, η Ρούλα να βαδίζει εξοργισμένη, ο Μίλτος να κοιτάζει τη Ρούλα. Η αστρική οθόνη του Κίνζι είχε τελείως άγνωστους αστερισμούς, ενώ από κάτω έγραφε: Στην πατρίδα μου / Για κάτι τέτοια / Κάνουν χαρακίρι. Ο ήχος ήρθε τη στιγμή ακριβώς που η Ρούλα τσίριζε: «...κι εσύ και οι εμπνεύσεις σου, μωρή πλύστρα, κατινάρα, μας πήρες στο λαιμό σου...»

«Αυτοί οι βλάκες κατάφεραν και βγήκαν απ’ το Γαλαξία!» φώναξε πανικόβλητος ο ΘτΕ, χύνοντας τον καφέ. «Πάει το σχέδιό μου! Χάθηκα...»

(συνεχίζεται εδώ)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Περιμενουμε το παρτ σεβεν!

Elias είπε...

Λαϊκή επιταγή ακούω τώρα και πρέπει να επισπεύδω...

Ανώνυμος είπε...

Εεεε; Τι θα γίνει; θα δούμε καμιά συνέχεια;;; :)

Elias είπε...

Μην απελπίζεσαι και δε θ' αργήσει